βικωνιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βικωνιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

βικωνιˬὰ ἡ, ἀμάρτ. βικουνιˬὰ Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κονίστρ. Κύμ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. βίκος καὶ τῆς καταλ. -ωνιˬά.

Σημασιολογία

1) Τὸ μετὰ τὸν θερισμὸν τοῦ βίκου ὑπολειπόμενον χόρτον ἐν τῷ ἀγρῷ χρησιμεῦον ὡς τροφὴ τῶν ζῴων ἔνθ᾽ ἀν. 2) Ἡ μετὰ τὴν συγκομιδὴν τοῦ βίκου νομὴ τοῦ ἀγροῦ Εὔβ. (Αὐλωνάρ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/