βιλλᾶνος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βιλλᾶνος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
βιλλᾶνος ὁ, Θήρ. Κέρκ. Κρήτ. Νὰξ. βιλ-λᾶνος Κύπρ. βεᾶνο Καλαβρ (Μπόβ.) βέλλανος Κρήτ. Πληθ. θηλ. βιλλᾶνες Κρήτ. (Μονοφάτσ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ᾿Ιταλ. villano.
Σημασιολογία
Α) Οὐσ. 1) ’Αγρότης, γεωργός, χωρικὸς, Καλαβρ. (Μπόβ.) Κέρκ. 2) Θηλ. πληθ. βιλλᾶνες, εἶδος λευκῶν μεγαλορρώγων σταφυλῶν αἱ ὁποῖαι παράγουν ἐκλεκτὸν οἶνον Κρήτ (Μονοφάτσ.) Β) 'Επιθετικ. 1) 'Αγροῖκος, ἄξεστος Θήρ. Κρήτ. Κύπρ. Νάξ. 2) Βλάξ, ἠλίθιος Κύπρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA