γρήγορα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γρήγορα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

γρήγορα ἐπίρρ. κοιν. γλήγορα σύνηθ. καὶ Καλαβρ. (Μπόβ. Χωρίο Βουν.) Τσακων. (Βάτικ. Καστάν. Πραστ. Χαβουτσ.) γλήγορα Πελοπν. (Ξεχώρ.) gλήgορα Καλαβρ. (Χωρίο Βουν.) γλήγουρα σύνηθ. βορ. ἰδιωμ. καὶ Καλαβρ. (Μπόβ.) γλήβορα Μεγίστ. γρήορα Κύπρ. γλήορα πολλαχ. γληˬόρα Ρόδ. (Ἔμπον.) γλήουρα Α. Ρουμελ. (Μέγα Μοναστήρ.) Ἤπ. (Βίτσ. Κουκούλ.) Θεσσ. (Τσαγκαρ.) κ.ἀ. Σάμ. Σκίαθ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀσπρόπυργ. Περίστ. Τριχων. κ.ἀ.) γληˬούρα Στερελλ. (Ἀσπρόπυργ.) γρήγορι Νίσυρ. γλήγορι Χίος (Βροντ.) γλήβορι Μεγίστ. γλήορι Κῶς (Κέφαλ. Πυλ.) Μεγίστ. Νίσυρ. γρήγορις Μῆλ. Νικομήδ. γλήγορις Ἤπ. Θρᾴκ. (Πύργ.) Κρήτ. Χίος (Βροντ.) γλήορις Θήρ. Κύπρ. Κῶς (Καρδάμ. Πυλ.) Σίφν. γλήορι Καρ. (Ἁλικαρνασσ.) Κάσ. Κίμωλ. Κῶς (Καρδάμ. Πυλ.) Μεγίστ. γληόρι Κάλυμν. Κίμωλ. γλήορες Κῶς λήγορα Ἀθῆν. Α. Ρουμελ. (Μεσημβρ.) Δαρδαν. Θρᾴκ. (Κασταν. Μέτρ. Σαρεκκλ. Σηλυβρ. Σκοπ.) Καλαβρ. (Κοντοφ.) Κορσ. Κύθν. Μέγαρ. Μεγίστ. Πελοπν. (Ἀρεόπ. Δρυάλ. Καλάβρυτ. Κίτ. Λάγ. Μάν. Οἴτυλ. Πάνιτσ. Συκιὰ Λακων.) Πόντ. Προπ. (Μαρμαρ.) Ρόδ. λήγουρα Θρᾴκ. (Ἄβδηρ. Ἀλμ.) Στερελλ. (Ἀράχ. Δεσφ. Κολάκ. Παρνασσ.) λήορα Προπ. (Ἀρτάκ.) λήορις Κύπρ. λήορες Κῶς ληγόρ Πόντ. (Ἴμερ. Κερασ. Σταυρ. Χαλδ.) ἐγρήγορα Πελοπν. (Κλειτορ.) - Λεξ. Περίδ ἐγλήορα Πελοπν. (Κλειτορ.) Σάμ. - Λεξ. Περίδ. ἐγλήορα Κάρπ. (Ἔλυμπ.) Κίμωλ. Κύπρ. Νάξ. (Καλόξ.) Σίφν. Χίος (Πισπιλ.) ἐγλήγορτα Πόντ. (Τραπ.) ἐγρήορι Χίος (Φυτ.) ἐγλήορι Χίος (Φυτ.) ἐγλήορις Νάξ. (Βόθρ.) Σίφν. Χίος (Φυτ.) ἐλήγορα Πόντ. (Ὄφ. Τραπ.) ἀγρήγορα Μακεδ. (Βόιον Χαλκιδ.) ἀγρήγουρα Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Σουφλ.) ἀγλήγορα Ἤπ. Θρᾴκ. (Αἶν.) Κέρκ. (Αὐχιόν. Καρουσ. Περουλ. Ρόδ.) Μακεδ. (Ἑπταχώρ. Κοζ.) Πόντ. (Νικόπ. Τραπ. Χαλδ.) ἀγλήγουρα Εὔβ. (Αἰδηψ.) Ἤπ. (Ζαγόρ. Κουκούλ.) Θεσσ. (Ἁγία Παρασκ. Ἄμπελ. Ἀνατολ. Κακοπλεύρ. Καρποχώρ. Κρυόβρ. Μεγαλόβρ. Μελιβ. Πήλ. Πτελοπούλ. Σταυρ. Συκαμν. Τσαγκαρ.) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Κομοτ. Μαΐστρ. Σουφλ.) Λέσβ. Μακεδ. (Ἁγία Παρασκ. Ἄνω Κώμ. Ἄρν. Βέρ. Βόιον Βρία Βροντ. Γαλάτιστ. Γρεβεν. Δαμασκ Δασοχώρ. Δεσκάτ. Δρυμ. Θεσσαλον. Καρπερ. Καστορ. Κατάκαλ. Καταφύγ. Κοζ. Κολινδρ. Λιτόχ. Λόφ. Μοσχοπόταμ. Παρθεν. Ρουμλ. Σησαμ. Σιάτ. Φυτ Χαλκιδ.) ἀγλήγουρας Μακεδ. (Νάουσ.) ἀγλήορα Ἤπ. Θρᾴκ. (Καρωτ.) Κέρκ. (Ρόδ.) Μακεδ. (Βόιον) Πόντ. (Ἴμερ. Κοτύωρ.) ἀγλήουρα Θεσσ. (Ἀνατολ.) Θρᾴκ. (Σουφλ.) Μακεδ. (Θεσσαλον. Κατάκαλ.) Σάμ. ἀγλήκουρα Θεσσ. (Ἀνατολ.) ἀλήγορα Θρᾴκ. (Αἶν.) Πόντ. (Ἀντρεάντ. Ἰνέπ. Κοτύωρ. Σάντ. Χαλδ.) ἀλήορα Θρᾴκ. (Ὀκλαλ.) ἀλήγορας Πόντ. (Κερασ.) ἀγλούγουρα Θρᾴκ. (Σουφλ.) ἀγληˬούγουρα Θρᾴκ. Μακεδ. (Κοζ.) ἀγληούγρα Θρᾴκ. (Ἀμόρ.) ἀληˬούγρα Θρᾴκ. (Ἀμόρ.) ὀγρήγορα Πελοπν. (Κάμπος Λακων. Κλειτορ.) ὀγλήγορα πολλαχ. καὶ Πόντ. (Ἴμερ. Κερασ. Χαλδ.) Τσακων. (Πραστ. Χαβουτσ.) ὀγλήγορα Πελοπν. (Ξεχώρ.) οὐγλήγουρα Σάμ. Στερελλ. (Τριχων.) ὀγλήορα Κάρπ. Λύκ. (Λιβύσσ.) Σκῦρ. Χίος οὐγλήουρα Σάμ. Στερελλ. (Τριχων.) ὀλήγορα Θρᾴκ. (Αἶν.) Κορσ. Πελοπν. (Γέρμ. Καλαμ. Κίτ. Οἴτυλ.) Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ.) ὀλήγορα Πελοπν. (Λεῦκτρ.) ὀγρήγορις Κῶς ὀγλήγορις Κρήτ. Μῆλ. ὀγλήορις Ἄνδρ. Συγκριτ. γρηγορώτερο Προπ. (Μαρμαρ.) γληγορώτερον Κύπρ. - Λεξ. Βάιγ. γληγορώτερο Πελοπν. (Γορτυν.) γληορώτερον Κύπρ. – Λεξ. Βυζ. γληορώτερο Νάξ. γληορώτ-τερον Κύπρ. ἐγρηγορώτερον Κύπρ. ἐγληγορώτιρον Κύπρ. ἀγληγουρώτιρου Μακεδ. (Κοζ.) γρηγορώτερα ἐνιαχ. γρηγουρώτιρα Σκίαθ. Στερελλ. (Φτελ.) γληγορώτερα ἐνιαχ. καὶ Τσακων. (Πραστ. Χαβουτσ.) γληγουρώτιρα σύνηθ. βορ. ἰδιωμ. γληορώτερα Μαθράκ. Ὀθων γληορώτ-τερα Κύπρ. (Πεδουλ.) γληουρώτερα Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀγληγουρώτιρα Μακεδ. ὀγληγορώτιρα Μακεδ. (Κοζ.) Πελοπν. (Μάν. Μεσσην.) - Λεξ. Περίδ. Βυζ. ὀληγορώτερα Πελοπν. (Ἀρεόπ.) ληγορώτερα Πελοπν. (Ἄρν. Ζελίν. Κίτ. Μαν.) ἀληγορώτερα Πόντ. (Σάντ.) γληγορύτερα Κρήτ. γληγορύτ-τερα Κύπρ. ληγορύτερα Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) ληορύτ-τερα Κύπρ.

Ετυμολογία

Τὸ Βυζαντ. ἐπίρρ. γρήγορα. Βυζαντινοὶ ἐπίσης εἶναι καὶ οἱ τύπ. ἐγρήγορα Χρον. Μορ. Η 7045 (ἔκδ. Schmitt σ. 456), γλήγορα Γαδάρ. διήγ., στ. 42 καὶ 471 (ἔκδ. Wagner, σ. 125 καὶ 138) ἐγλήγορα Σαχλίκ., Γραφαὶ καὶ στίχοι στ. 339 (ἔκδ. Wagner, σ. 77), ὀγλήγορα Γαδάρ., διηγ. στ. 77 (ἔκδ. Wagner, σ. 126). Περὶ τοῦ τύπ. γρήγορα βλ. Κ. Κόντου, Ποικίλ. Φιλολογ., Ἀθηνᾶ 19 (1907) σ. 227 - 229. Τὸν τύπον γλήγορα ὁ Ρ. Kretschmer, Glotta 13 (1923) 270 ἐρμηνεύει ὡς μεταρρηματικὸν σχηματισμὸν ἐκ τοῦ ἐγρήγορα. Ὁ τονισμὸς τοῦ τύπ. γληˬόρα ἐκ τοῦ συσχετισμοῦ τοῦ ἐπιρρ. πρὸς τὸ ὥρα. Οἱ τύπ. εἰς -ις, -ι ἀναλογικῶς πρὸς ἄλλα οὕτω λὴγοντα ἐπιρρήματα. Διὰ τὸν σχηματισμὸν τῶν εἰς –ύτερα συγκριτ. βλ. Γ. Χατζιδ., ΜΝΕ 1, 582 - 583.

Σημασιολογία

1) Ταχέως, ἐν σπουδῇ, ἐνίοτε ἐπαναλαμβανόμενον πρὸς μεγαλυτέραν ἔξαρσιν τὴς σημασίας κοιν. καὶ Καλαβρ. (Μπόβ. Χωρίο Βουν. κ.ἀ.) Πόντ. (Ἴμερ. Κερασ. Ὄφ. Σάντ. Σταυρ. Τραπ. Χαλδ.) Τσακων. (Πραστ. Χαβουτσ. κ.ἀ.) Ἔλα – φύγε - τρέχα - κάμε - μίλα γρήγορα κοιν. Νὰ πᾶς καὶ νά ᾽ρθῇς γρήγορα κοιν. Ὁ καιρὸς περνάει γρήγορα κοιν. Γρήγορα - γρήγορα κοιν. Πήγαινε-ἔλα γρήγορα-γρήγορα κοιν. Ἐδοποιήθηκε ὀγλήγορα ἀλλὰ τόνε βρήκανε, βλέπεις, ᾽κείν᾽ τὴν ὥρα οὕλες οἱ δουλε͜ιὲς Πελοπν. (Βερεστ.) Ἄ σὲ δαgάσω ἐγὼ ἡ ὀχέα, βάζεις λαδάτσι, bαbακάτσι τσαὶ τῆς Παναγίτσας τὸ χορταράτσι τσαὶ περνάει• ἂ σὲ δαgάσῃ ὁ γιός μου ὁ κοντοθόδωρος, τὴν ἀξίνα τσαὶ τὸ φτυˬάρι τσαὶ ὀγλήγορα ᾽ς τὸν ᾌδη (κοdοθόδωρος = εἶδος ἐχίδνης) Πελοπν. (Κάμπ. Λάκων.) Πηλαλούσανε ᾽ς τὴ gατηφόρα γιˬὰ νὰ φτάσουνε γήγορα τσαὶ νὰ θερίσουνε τὸ γέημα Πελοπν. (Ξεχώρ.) Ἔχει κρέdιτα σ᾽ ὅλα τὰ μαγαζία, γιˬατὶ οἱ μαγαζατοραῖοι ξέρουνε ὅτι θὰ πλιˬερωθοῦνε γήγορα (κρέdιτα = πίστωσιν) αὐτόθ. Σηκωνέου νὰ πᾶμε ᾽ς τὴ Βονὰ νὰ γιˬομίσουμε γήγορα τὴ βαρέλα νερὸ αὐτόθ. Νὰ ρθῇς τὴ χώρα λήγορα Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Ὁ δήμαρχος πᾶσ᾽ ἀποταιˬά ἔρχεται λήγορα Κορσ. Νὰ δώσ᾽ ὁ Θεὸς νὰ ξεbλέξωμεν ὀγήγορις ἀποὺ τὸ bονηρὸ Κρήτ. Μόλις χτίζανε μία μερία, ἄλλοι τὴ σοβανdίζανε λήγορα - λήγορα τσαὶ ἄλλοι τὴ ζωγραφίζανε Μέγαρ. Γρήγορις νὰ μοῦ φέρετε ἕνα bουκάλι ξίδι, γιˬὰ νὰ τρίψω τὰ μελίgιˬα bᾶς καὶ συνεφέρει Μῆλ. Προβάτηνα γλήορα νὰ τσοὺ φτάκω ποὺ πηαίνανε νὰ μάσουνε τ᾽ς ἐλιˬὲς Ἀντίπαξ. Παξ. Ἡ παππαδιˬὰ πῆρε τ᾽ δ᾽λειά τ᾽ς κ᾽ ἔτριξι ἀγλήγουρα κὶ πήγαιναν μαζὶ Μακεδ. (Ἄνω Κώμ.) Νὰ ρθῇς ἀγλήγουρα Μακεδ. (Καστορ.) Μαρή, σήκου ἀγλήγουρα νὰ φέρ᾽ς τοῦ φκυˬάρ᾽ νὰ φκυˬαρίσου τὰ πλαστὰ (= ψωμιὰ) Μακεδ. (Ἁγία Παρασκ.) Νά ᾽ρθῇς ἀγλήγουρα ἀπόψι σπίτ᾽, θά ρθῆ κιˬ οὑ πάππους Μακεδ. (Βόιον.) Ἀγλήγουρα νὰ μάσουμι τὰ πράματα κί νὰ κατιβοῦμι ᾽ς τοὺ χουριˬὸ Μακεδ. (Βρία) Κένουι ᾽ς τὰ πιˬάτα, ὦ μάκου, ἀγλήγουρα, νὰ φύγουμι μιτὰ Μακεδ. (Βροντ.) Γιˬὰ νὰ ψ᾽τῇ ἀγλήγουρα τοὺ ψουμί, πρέπ᾽ ἡ φούρνους νὰ καῇ καλὰ Μακεδ. (Δασοχώρ.) Νουρὶς βγῆκι σήμιρα νότους κιˬ ἀγλήγουρα δὰ βγάλουμι τ᾽ς σουροὶ Μακεδ. (Δρυμ.) Τρέξι ἀγλήγουρα, μάκου, νὰ σκιπάσ᾽ς τοὺ bασκί, γιˬατὶ γλέπου ἀdάρα νὰ πλακώ᾽ τοὺν Ἔλυbου Μακεδ. (Μοσχοπόταμ.) Τοὺ πιδὶ ξέχασι νὰ γυρίσ᾽ πίσ᾽ ἀγρήγουρα Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Ἀρχόνdου, σέβα μέσα, κουρίτσ᾽ μ᾽, ἀγλήουρα κὶ κλεῖσε τὰ κανάτχια ἀπ᾽ τὰ παραθύργια (κανάτχια = τὰ παραθυρόφυλλα) Θεσσ. (Ἀνατολ.) Τ᾽ ἀgόνι μ᾽ ἀρρώστησ᾽ ἀπ᾽ τ᾽ bέbε᾽, γιˬ αὐτὸ βάλαμι κόκκινα πανιˬὰ νά ᾽ρχιτι κόκκινον φῶς, νὰ ᾽έ᾽ ἀγλήγουρα καλὰ Θεσσ. (Σταυρ.) Ἀγλήγουρα νὰ ντ᾽θῆτι γιˬὰ νὰ προυφτάκιτι τ᾽ αὐτοκί᾽του Ἤπ. (Κουκούλ.) Σύbα τ᾽ φουτιˬὰ νὰ γέ᾽ πιˬὸ γλήουρα τὸ φαῒ (σύbα = συνδαύλιζε) Σάμ. Θ᾽ ἀλλάξου φτιρουτὴ ᾽ς τοὺ μύλου μ᾽, γιˬατὶ αὐτεί᾽, πὄχου πάλιˬουσι κὶ δὲ γυρί᾽ γλήουρα Στερελλ. (Αἰτωλ.) Φκε͜ιάνου τοὺ γῖκου μ᾽, γιˬατὶ ἔχου σκουπὸ νὰ παντριφτοῦ γλήουρα (γίκου = στοιβὴ κλινοσκεπασμάτων, σινδόνων κλπ.) Στερελλ. (Περίστ.) Θὰ τοὺ βάλου τοὺ βράδ᾽ τοὺ πιδάκι μ᾽ ᾽ς τοὺ κριββατάκι τ᾽ μὶ κανακέματα, γιˬὰ νὰ τοὺ πάρ᾽ οὑ ὕπνους γλήουρα αὐτόθ. Νὰ φέρ᾽ς τὰ πράματα ἀγρήγορα ᾽ς τοὺ σπίτ᾽ Μακεδ. (Βόιον) Τρέξι ἀγλῃούγουρα Μακεδ. (Κοζ.) Νὰ πάρ᾽ς κρουμμύδιˬα κιˬ ἅλας κὶ νὰ τὰ πᾶς γλήγουρα ᾽ς τ᾽ ἀbέ᾽ Μακεδ. (Χαλκιδ.) Λάμ᾽τε λήορα (λάμνετε, κωπηλατεῖτε γρήγορα) Προπ. (Ἀρτάκ.) Πᾶρ. τὸ τσαπὶ λήγορα τσ᾽ ἔλα κοdά μας Μέγαρ. Ἐπορπάθε͜ιε γλήορα ᾽ς τὴ στράτα Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ἠποδειπνήσαμε ἐγλήορις Σίφν. Νὰ πᾶς τσαὶ νὰ γυρίσῃς ὀγλήορις Ἄνδρ. Γλήορις θὰ μάθῃ τὴν τέχνην, γιˬατὶ εἶναιν ἀν-νοιχτομ-μά-της Κῶς (Καρδάμ.) Γιˬὰ νὰ μιλήσῃ γληόρι καὶ καθαρὰ τὸ παιδί, δών-νου νdου τὴ Λαμbρὴν νὰ φάῃ ἀβγὸ τῆς πέρδικας Κῶς (Πυλ.) Φέρε μου, Φωτεινιˬό, γλήορα κομ-μάιν νερουδάκι, γιˬατὶ ἐκοράκιˬασα Σύμ. Γιˬὰ περπάτγειε ἐγλήορα, νὰ προκάωμεν τὸ παναΰριν Χίος (Πισπιλ.) ᾽È θές ᾽ὰ λασκάρῃς dὰ λουριˬὰ dῆς κόρης σου; ὰ χάσῃς την ἐγλήορις! Χίος (Φυτ.) Ἐσὺ τὸ φαῒ ἐλήγορα ψέσο καὶ φέρε με, ἐγὼ πεινῶ πολλὰ Πόντ. (Ὄφ.) Ἐπέγ᾽νεν ληγάρ-ληγάρ (ἐπήγαινε γρήγορα-γρήγορα) Σταυρ. ᾽Èν ἐμπόρειε ᾽ὰ κόφτῃ γλήορα (᾽ὰ κόφτῃ = νὰ τρέχη) Τῆλ. Παππᾶ μου, πᾶρε γλήορα, τὸ βγαντζέλτζο τσου τσαὶ πᾶμε σπίτιμ - μου Ἀστυπ. Γιˬατί πάιτε τόσο γλήγορα; (διατί πηγαίνετε τόσο γρήγορα;) Χωρίο Βουν. Νὰ μοῦ σιερώσῃς τὸ πουκάμισόμ μου γλήορα ταὶ θέλω τὸ Κύπρ. (Λευκωσ.) Μωρὴ γιˬατί δὲ dό ᾽βανες τὸ λινάρι ᾽κεῖ ᾽ς τὶς μεγάλες λοῦbες μέσα νὰ γίνῃ γληγορώτερα; Πελοπν. (Βερεστ.) Τὰ κορίτσιˬα γεννιˬῶdαι κάπου δώδεκα-δεκατρεῖς μέρες γληορώτερα ᾽πὸ τὰ σερνικὰ Ὀθων. Πῆρα μιˬὰ λούρα κὶ βάρισα τοὺ μ᾽λάρι μ᾽ μ᾽σου - κάπ᾽λα, γιˬὰ νὰ πιρπατήσ᾽ γληουρώτιρα Στερελλ. (Αἰτωλ.) Τοῦτος εἶεν μιˬὰν γεναῖκαν ταὶ ἔφκαλέν την ᾽ποὺ τὴν ζωὴν μιˬὰν ὥραν γληορώτ-τερα Κύπρ. (Πεδουλ.) Κὶ μὶ τ᾽ ἄλουγα εἴχαμι σέμπρου, ἕνα ἢ ἕνας κὶ ἕνα ἡ ἄλλους γένουνταν ὅλις οἱ δ᾽λὲς ἀγληγουρώτιρα Μακεδ. (Δασοχώρ.) Νὰ ζάρε τ᾽αὶ νὰ μόλερε γλήγορα (νὰ πάης καὶ νὰ ἔλθῃς γρήγορα) Πραστ. ᾽Πόψε ἔν᾽ -να ᾽ρτῃ γληορύτ-τερα: (ἔν - νά ᾽ρτῃ = θὰ ἔλθῃ) Κύπρ. Νὰ μὶ ἀπαντήῃς τ᾽ ἀγληγουρώτιρου Μακεδ. (Κοζ.) Ὅσου μα μπορῶτ᾽ γληγορώτερα (ὅσον μποροῦμεν γρηγορώτερα) Χαβουτσ. || Φρ. Ἁψὰ κὶ γλήγουρα (τάχιστα) Σάμ. Τώρα κοντὰ καὶ γλήγορα (ὁσονούπω) Μεγίστ. Ἐγλήγορα νὰ χυθῇ ὁ βορβὸς τοῦ ἐμματιˬοῦ σου! (ἀρὰ) Σάμ. ᾽Σ τσὶ χαρὲς σου κιˬ ὀγλήγορα! (εὐχὴ) Α. Κρήτ. Ἀγλήγουρα νὰ γιˬερέψ᾽ς! (εὐχή) Μακεδ. (Βροντ.) Οὑποὺ στιφάνουις, ἀγλήγουρα νὰ βαφτί᾽ς! (εὐχὴ) Μακεδ. (Βρία) Νὰ ξιˬλιφτιρουθῇς ἀγλήγουρα (εὐχή) Μακεδ. (Κοζ.) Ἀγλήγουρα νὰ κρατήσ᾽ς κιˬ ἀgόνιˬα (εὐχή) Μακεδ. (Μοσχοπόταμ.) Παστρικὰ κιˬ ἀγλήγουρα (εἰρων., ἐπὶ βεβιασμένως γενομένων πραγμάτων, τὰ ὁποῖα δὲν δυνάμεθα νὰ ἐκτελέσωμεν δεόντως) Μακεδ. (Θεσσαλον.) Πάει πλέο gλήgορα παρὰ τὸν gόρακο Χωρίο Βουν. Ἀργῶς ἔρθε᾽ς, ἅμα ἀλήγορα ἔμαθες (ἀργὰ ἦλθες, ἀλλὰ ἔμαθες γρήγορα• ἐπὶ τοῦ ταχέως ἐξοικειωθέντος πρὸς τὰς συνηθείας τῶν ἄλλων) Σάντ. Χαλδ. || Παροιμ. Ξένα ροῦχα ντένισι, | γλήγουρα τὰ γδένισι (ἐπὶ τῶν βασιζομένων διὰ τὴν ἐπιτυχίαν τῶν ὑποθέσεών των εἰς ἄλλους καὶ διὰ τοῦτο ἀποτυγχανόντων) Στερελλ. (Φθιῶτ.) Ὅπο͜ιος κάθεται σὲ ξένο γάιδαρο γλήγορα ξεπεζεύει (ὁμοία μὲ τὴν προηγουμ.) Κύθηρ. Ἡ παροιμ. εἰς παραλλαγ. πολλαχ. Ἀποὺ πλουταίνει μὲ τὸ νοῦ ὀγλήγορα φτωχαίνει (ὁ μή στηριζόμενος ἐπὶ θετικῶν βάσεων ταχέως ἀποτυγχάνει) Κρήτ. Ὁ φτωχὸς θέλει τὸ δίκαιόν του, θέλει το κιˬ ὀγλήγορα (ἐπὶ τῶν ἀνυπομονούντων διὰ τὴν ἔκβασιν δυσκόλων ὑποθέσεων των) Κάρπ. || Γνωμ. Μάτιˬα ποὺ δὲ φαίνονται γρήγορα λησμονειˬοῦνται (ἐπὶ τῶν λησμονουμένων ἕνεκα τῆς μακρᾶς ἀπουσίας των) κοιν. Μὴν παραψ᾽λώνισι, ἀγλήγουρα χαμπ᾽λώνισι (δὲν πρέπει νὰ ὑπερηφανεύεταί τις δι᾽ ὑπάρχουσαν εὐτυχίαν, διότι ἡ μετάπτωσις εἰς δυστυχίαν εἶναι εὔκολος) Μακεδ. (Καταφύγ.) Γληγορώτερα ἀπ᾽ ὅλα γηράζ᾽ ἡ χάρις (ἐπὶ τῶν εὐεργετουμένων καὶ παραχρῆμα τῆς χάριτος ἐπιλανθανομένων) Ι. Βενιζέλ., Παροιμ.2 48, 83 Πβ. Παροιμιογρ. 1, 27 (Ζηνόβιος 1, 81): «Ἅμ᾽ ἠλέηται καὶ τέθνηκεν ἡ χάρις» || ᾌσμ. Ἡ χήρα μέσα κάθεται τσ᾽ ὄξω τὴ gουστουδιˬάζοdαι, ἄ bερπατῇ ὀγρήγορα, τῆς λένε πὼς κουνε͜ιέται Πελοπν. (Κάμπος Λακων.) Φώτα καὶ χαμπηλότερα | νὰ πάου γληγορώτερα Πελοπν. (Γορτυν.) Ἄνθρωπο πέbει γλήορι, τὸν Κωστανdῆ νὰ φέρῃ Κῶς Πάνω ᾽ς τὰ κύμ-ματα πατῶ καὶ λάμνω σὰν τὸ ψάρι, νὰ σὲ ᾽νταμώσω γλήορι, ἄλλος νὰ μὴ σὲ πάρῃ Κῶς (Πυλ.) Ἄν εὕρῃς τ᾽ ἀδερφάκι μου, γλήβορα νὰ τὸ φέρῃς Μεγίστ. Ὀγδόντα βρύσες τ᾽ ἂν δκιˬαβῶ, ᾽έγ κάθουμαι νὰ ᾽πνάσω, γλήγορα μέσ᾽ ᾽ς τ᾽ ἀγκάλ-λιˬα σου, λεγνή μου, γιˬὰ νὰ φτάσω (᾽πνάσω = ἀναπαυθῶ) Κύπρ. Νά ᾽ξερα πὼς ᾽ς τὴ μαύρη γῆς δὰ βρῶ τὸ γιˬατρικό μου, θά ᾽κανα γληγορύτερα τὸ Χάρο σύdροφό μου Α. Κρήτ. Ἔλα, πουλλί͵ μου, λήγορα, ὅσο εἶναι καλοκαίρι, νὰ μὴ σὲ πιάσ᾽ ὁ Χιˬονιστὴς κ᾽ εἶσαι σὲ ξένα μέρη (Χιˬονιστὴς = Δεκέμβριος) Προπ. (Μαρμαρ.) Κρύου νιρὸ κιˬ ἀγλήγουρα, θὰ σβήσου, θὰ πιθάνου Θεσσ. (Μεγαλόβρ.) Δῶσι μ᾽, ἀφέντ᾽, τοὺ δίκιˬου μου, δῶσι μ᾽ τὴ δούλιψή μου, δῶσι μι κιˬ ἕνα ἄλουγου ἀγλήγουρα νὰ πάνου Θρᾴκ. (Σουφλ.) Φέξι ψηλὰ κὶ χαμπηλά, | γιˬατ᾽ ἔχει λάσπις κὶ ιρά, φέξι κὶ χαμπηλότιρα, | νὰ πάου γληγουρώτιρα Στερελλ. (Κολάκ.) Συνών. ἁρπαχτὰ 1, ἁψὰ 4, ἁψᾶτα, βιˬαστικά, γοργά, σβέλτα. 2) Προώρως, πρωίμως σύνηθ. καὶ Πόντ. Τσακων. (Πραστ. Χαβουτσ.): Τὸν Αὔγουστο τρῶμε καὶ τὰ πρωιμάδιˬα ἀχλάδιˬα ποὺ γίνονται ἐγρήγορα Πελοπν. (Κλειτορ.) Τὸν παλαιὸν καιρὸν τὰ κόβγαμε γλήγορα τὰ σταφύλιˬα Κίμωλ. Οἱ μπαρμπάδες μου φύανε πιὸ γλήορι (φύανε = ἀπέθανον) αὐτόθ. Τὸ κρύο ἔπιανε γλήγορις Θρᾴκ. (Πύργ.) Σὰ πολλὰ ὀγλήγορα τὸ σκεφτήκανε Δ. Κρήτ. Ἐγέρασα γλήορις, γιˬατὶ ἢμουν κακοπερασμένος᾽ς τὰ ν-νιˬᾶτα μου Κῶς (Καρδάμ.) Ἅμ-μα ᾽ναι ἀλαφρὸς ειμῶνας, τὰ δένdρα ᾽θκιˬοῦνε γλήορι (᾽θκιˬοῦνε = ἀνθίζουν) Κῶς (Πυλ.) Φέτου χειμώνιˬασι ἀγλήγουρα Μακεδ. (Γρεβεν.) Τὰ γίδια προυτσιˬαλίσ᾽καν ἀγλήγουρα ἰφέτους (προυτσιˬαλίσ᾽καν = συνουσιάσθησαν) Μακεδ. (Δασοχώρ.) Ἐναάι γλήγορα σᾶτσι οἱ ἀχράε (ὡρίμασαν γρήγορα, προώρως, φέτος τὰ ἀχλάδια) Πραστ. ‖ Φρ. Μὴ βιˬάζεσαι, θὰ γεράσῃς γρήγορα (ἐπὶ τῶν ἁδικαιολογὴτως βιαστικῶν εἰς τὰς ὑποθέσεις των) κοιν. Θὰ γιράῃς γλήγουρα (ὁμοία μὲ τὴν προηγουμ.) Στερελλ. (Φθιῶτ.) ‖ Παροιμ. Ὁ σκύλλος γερνᾷ ὀγλήγορα, γιˬατὶ γαβγίζει γιˬὰ ξένες ἔγνο͜ιες Μῆλ. || ᾌσμ. Τὰ παλληκάριˬα τὰ καλὰ ὀγλήγορα γερνᾶνε, γερνᾶνε ἀπὸ τὶς ὄμορφες κιˬ ἀπὸ τὶς μαυρομάτες Πελοπν. (Σκορτσιν.) Μὰ δὲν ἦτα ζ-ζαμάνι σ-σου, δὲν ἦταν ὁ τσαιρός σου, τὶ γλήορι βασίλεψεν ό ἥλ-λιˬος ἀπὸ μbρός σου (μοιρολ) Μεγίστ. 3) Ἐνωρὶς πολλαχ. καὶ Πόντ. (Ἴμερ.) Τσακων. (Πραστ. Χαβουτσ.): Τὸ ειμῶνα ψιφώνει λήγορα (ψιφώνει = νυχτώνει) Πελοπν. (Ἀρεόπ.) Κάλλιˬο νὰ σηκωθῇ ολήγορα τὸ πρωὶ Κορσ. Μὴ βιˬάισι, θὰ προυκά᾽ς, εἶνι ἀγλήγουρα ἀκόμα Μακεδ. (Δασοχώρ.) Πῶς κ᾽ ἦρθις τόσου ἀγλήγουρα ἀπ᾽ τὰ βαμπάκιˬα; Μακεδ. (Δεσκάτ.) Κοίταξι νὰ γυρίῃς ἀγλήγουρα, νὰ μὴ σὶ πάρ᾽ ἡ νύχτα Ἤπ. (Κουκούλ.) Σ ᾽κοῦ ἀποπουρνοῦ ἀγλήορα Ἴμερ͵ Ἐτᾶσε γλήγορα σάμερε (ἠγέρθημεν ἐνωρὶς σήμερον) Πραστ. || ᾎσμ. Ἔβγα, μάννα μ᾽, νὰ δγῇς τοὺν ἥλιˬου, ἄν εἶν᾽ ἀγλήγουρα, πέ μι νὰ κάτσου κιˬ ἂ βασίλιψι, πέ μι νὰ φύγου Μακεδ. (Βροντ.) 4) Ὁλοταχῶς, ὡς ναυτ. ὅρος Ν. Κοτσοβίλ., Ἐξαρτ. πλοίων 128.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/