βιλ-λουρίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βιλ-λουρίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βιλ-λουρίζω Κύπρ. βιλ-λουρῶ Κύπρ. (᾿Αμμόχ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. βιλ-λούριν.

Σημασιολογία

1) 'Εκχέω ὀλίγον ὕδωρ, ἐπὶ ἀγγείου ἢ κρήνης Κύπρ.: Τὸ κουζίν βιλ-λουρίζει. Ἡ βρύσις ὅσον ταὶ βιλ-λουρίζει. 2) Ἀμτβ. ἐκρέω μεθ’ ὁρμῆς ἐκ στενῆς ὀπῆς ἢ σωλῆνος, ἐπὶ ὑγροῦ Κύπρ (᾿Αμμόχ. κ.ἀ.): Ἔμπηξέν το τὸ μααίριν ταὶ τὸ γαῖμαν βιλ-λουρίζει.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/