γλειφοπιˬατᾶς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλειφοπιˬατᾶς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γλειφοπιˬατᾶς ὁ, Κεφαλλ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. γλείφω καὶ τοῦ οὐσ. πιˬάτο.

Σημασιολογία

1) Ὁ λείχων τὰ πιάτα, κατ᾽ ἐπέκτ., ὁ λαίμαργος: Μωρέ, τί γλειφοπιˬατᾶς εἶν᾽ ἐκε͜ιός. 2) Μεταφ., κόλαξ. Συνών. ἀναγλειφτᾶς, ἀναγλείφτης, γλειφίτσης, γλειφοκουτάλας, γλειφοπινάκας, γλειφοσαγανᾶς, γλειφούτσης, γλείφτης, γλειφτοπινάκας, γλειφτοσκουτελᾶς, γλειφτοσκουτέλης, γλειφτοσκουτελίτης, γλειφτοτσανακᾶς γλεῖφτρος, γλείψαβος γλείψας, γλειψιˬάρικος, γλειψοκουτάλα, γλειψοσαγάνης, πινακογλείφτης, τσανακογλείφτης.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/