γλειφοπινάκας
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλειφοπινάκας
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γλειφοπινάκας ὁ, Γ.Σουρῆς, Ἅπαντ. 2,230-Λεξ. Γαζ. Μπριγκ. Πρω. Δημητρ. γλειφτοπινάκας Αθῆν. Πειρ. κ.ἀ. - Λεξ. Πρω. γλειφοπινάκης Λεξ. Αἰν. L. Roussel, Grammaire, 326. Θηλ. γλειφοπινάκα Λεξ. Μπριγκ. γλειφτοπινάκα Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) ἀγλειφοπινάκα Θρᾴκ. (’Επιβάτ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. γλείφω, παρὰ τὸ ὁπ. καὶ γλείφτω, καὶ τοῦ οὐσ. πινάκι.
Σημασιολογία
1) Γλειφοπιˬατᾶς 1, τὸ ὁπ. βλ., Αθῆν. Πειρ. Θρᾴκ. (’Επιβάτ. Σαρεκκλ.)-Λεξ. Αἰν. Μπριγκ. Πρω. Δημητρ. L. Roussel, Grammaire, ἔνθ’ ἀν.: Αὐτὸς (αὐτὴ) εἶναι μιˬὰ ἀγλειφοπινάκα, ποὺ δὲν ἔ᾽ ταίρι ’Επιβάτ. 2) Μεταφ., ὁ εὐτελῆς, ὁ κόλαξ, ὁ ταπεινός, ὁ χαμερπής, ὁ παράσιτος Ἀθῆν. Θρᾴκ. (’Επιβάτ. Σαρεκκλ.) Πειρ. - Γ. Σουρῆς ἔνθ’ ἀν. -Λεξ. Γαζ. Αἰν. Πρω. Δημητρ.: Ἄμμα, γλειφοπινάκα! Δὲ bᾶ’ νὰ χαθῇς, γλειφοπινάκα! Σαρεκκλ. Τοῦ βάζει λόγιˬα αὐτὸς ὁ γλειφοπινάκας. Κατάφερε καὶ τοῦ πῆρε τὸ μυστικὸ ὁ γλειφτοπινάκας Αθῆν. Πειρ. || Ποίημ. Διˬαβόλου παλιˬοκαφενὲ κ᾽ αἰσχρὲ γλειφοπινάκα Γ. Σουρῆς, ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἰδ. εἰς λ. γλειφοπιατᾶς 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA