ἀσυνήθιστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσυνήθιστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀσυνήθιστος ἐπίθ. κοιν. καὶ Πόντ. (Οἰν. ᾿΄Οφ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἀσ’νήθ’στους βόρ. ἰδιώμ. ἀσυνήθιγος Πελοπν. (Μάν.) Πόντ. (Σάντ.) κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ - καὶ τοῦ ἐπιθ. *συνηθιστὸς<συνηθίζω. Ἡ λ. καὶ παρὰ Πορτ.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ συνηθισμένος εἴς τι, ἄπειρος κοιν. καὶ Πόντ. (Οἰν. ᾽΄Οφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): ᾿Ασυνήθιστος ’ς τὴ δουλε͜ιὰ - ’ς τὴ ζέστη - ’ς τὴν τέχνη κττ. ’Ασυνήθιστος ᾿ς τὴν ἀυπνία-'ς τὸ κλίμα -᾽ς τὸ κρασὶ -᾿ς τὸ πιˬοτὸ κττ. κοιν. ᾽Ασυνήθιστος ἔν᾿ ᾿ς σὴν τέχνην Τραπ. || Γνωμ. ᾽Αλλοὶ ἀπ᾿ τὸν ἀσυνήθιστο ὥσπου νὰ συνηθίσῃ ! Αργ. Συνών. ἀμάθευτος 2, ἀμαθήτευτος 2, ἀμάθητος 2β, ἄμαθος 2, ἀπίλωτος 2. 2) Ὁ μὴ συνήθης, πρωτοφανὴς κοιν.: ᾿Ασυνήθιστος τρόπος. ᾿Ασυνήθιστο καπέλλο - σκέδιο - φόρεμα Κοιν. Πουλλιˬὰ ἀσυνήθιστα ΚΠαλαμ. ᾿Ασαλ ζωὴ2 31.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA