βιντῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βιντῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βιντῶ Πόντ. (Κοτύωρ.) βιντζω Πόντ. Μέσ. βιντζομαι Πόντ. βιντγομαι Πόντ. (᾽Αμισ.) βινιτγουμαι Πόντ. φιντγουμαι Πόντ. (Χαλδ.) βιντάουμαι Πόντ. (Τραπ.) βιντσκουμαι Πόντ. βοτσίου Τσακων.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀρχ. βινητιῶ.
Σημασιολογία
1) ᾽Οργῶ πρὸς συνουσίαν, βινητιῶ Πόντ. (Κοτύωρ. κ.ἀ.) 2) Μέσ. οἰστρηλατοῦμαι, ἐπὶ βοῶν Πόντ. (᾽Αμισ. Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ.) Τσακων.: ᾿Εφιντεν τὸ βούδ' Χαλδ. ᾿Εβιντάγαν τὰ χτήν Τραπ.: Φρ. ’Εβιντίασε (ἐπὶ τοῦ τρέχοντος ἐδῶ κ’ ἐκεῖ καὶ μὴ θέλοντος νὰ ἡσυχάσῃ) Κοτύωρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA