βιˬόλα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βιˬόλα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βιˬόλα ἡ, (Ι) κοιν. ἀβιˬόλα Μύκ. διˬόλα πολλαχ.
Ετυμολογία
Τὸ Λατιν. viola.
Σημασιολογία
Εἴδη φυτῶν τῆς δημώδους οἰκογενείας τῶν λουλουδιῶν 1) Τῆς τάξεως τῶν σταυρανθῶν (cruciferae), τὰ ἴα τῶν ἀρχαίων, ἤτοι α) Τοῦ γένους ματθαιολίας (mathiola) ματθαιολία ἡ πολιὰ (mathiola incana) διαφόρων ποικιλιῶν (βιόλα ἁπλῆ ἢ διπλῆ, ἄσπρη, μαβιά, κόκκινη) κοιν. Συνών. ἀβγελοπουλλεά βιˬολέττα 1, μανιτεά, χερνεˬά, β) Τοῦ γένους τοῦ χειράνθου (cheiranthus) χάρανθος ὁ κοινὸς (cheiranthus cheiri) τὸ μήλινον ἴον τῶν ἀρχαίων, κίτρινη βιόλα κοιν. Συνών. κίτρινη χερνεˬά, μανιτεˬά. 2) Τῆς τάξεως τῶν ἰωδῶν (violaceae) ἴον τὸ εὔοσμον (viola odorata) διαφόρων ποικιλιῶν τὸ κατ᾽ ἐξοχὴν ἄνθος τῶν ’Αθηνῶν κοιν. Συνών. βιˬλέττα 2, γιˬούλι, μενεξές. 3) Τὸ φυτὸν διόσανθος ὁ καρυόφυλλος (dianthus caryophyllus) τῆς τάξεως τῶν καρυοφυλλωδῶν (caryophyllaceae) Κρήτ. Συνών. βιˬολέττα 3, γαριφαλεˬά. Ἡ λ. καὶ ὡς ὄνομα γυναικὸς Θήρ. Κύθηρ. κ.ἀ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA