γλειφοσκουτελίτης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλειφοσκουτελίτης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γλειφοσκουτελίτης ὁ, Κάρπ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γλειφοσκουτέλης.
Σημασιολογία
Ὁ παρασιτικῶς ζῶν.: Παροιμ. Γλειφοσκουτελίτης, ἐρημοσπίτης (ὁ εἰς βάρος τῶν ἄλλων ζῶν οὐδόλως προκόπτει). Συνών. βλ. εἰς λ. γλειφοπιˬατᾶς 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA