ἀσυνταίριˬαστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσυνταίριˬαστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀσυνταίριˬαστος ἐπίθ. πολλαχ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. συνταιριαστός.
Σημασιολογία
Ἀνόμοιος πολλαχ.: ᾿Ασυνταίριˬαστο ἀντρόγυνο - ζευγάρι. ᾿Ασυνταίριˬαστα ἔπιπλα σύνηθ. Κρατοῦσαν ἀπὸ δυˬὸ ἀσυνταίριˬαστες γενεˬές, θαλασσινὴ τὴ μιˬὰ καὶ στεριˬανὴ τὴν ἄλλη ΓΒλαχογιάνν. Μεγάλ. χρόν. 94. Συνών. ἀταίριˬαστος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA