βιˬολέττα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βιˬολέττα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βιˬολέττα ἡ, κοιν. βκιˬολέτ-τα Κύπρ. ἀβιˬολέda Θήρ. βιˬελέττα Σίφν. ἀβιˬελέττα Θήρ. βιˬορέττα Χίος ἀβιˬορέττα AMaidhofNeugr.Rückw.1 ἀβιˬέροττα ᾽Ιων. (Κρήν.) βλοέττα Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ). βλοέτ-τα Ρόδ. ἀβλοέτ-τα Σύμ. ἐβλοέττ’α Ρόδ. διˬολέττα πολλαχ. διˬουλέττα Θρᾴκ. (Αἶν.) Λέσβ. Σάμ. Στερελλ. (Ἀράχ.) δκιˬολέτ-τα Κύπρ. διˬολέdα Τῆλ. διˬαλέττα Θεσσ. (Ζαγορ.) Στερελλ. (Εὐρυταν. Λοκρ.)
Ετυμολογία
Τὸ ᾽Ιταλ. violetta.
Σημασιολογία
1) Βιˬόλα (Ι) 1 κοιν. 2) Βιˬόλα (Ι) 2 κοιν. 3) Βιˬόλα (Ι) 3 κοιν. 4) Τὸ φυτὸν νάρκισσος ὁ ταζέττιος (narcissus tazetta) τῆς τάξεως τῶν ἀμαρυλλιδωδῶν (amaryllidaceae) Ἰων. (Κρήν. Σμύρν.) Συνών. ζαμπάκι, μανουσάκι. Ἡ λ. καὶ ὡς κύριον ὄν. πολλαχ. καὶ ὡς τοπων. Πελοπν. (Τρίπ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA