ἀσύντελος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσύντελος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀσύντελος ἐπίθ. Λεξ. Δημητρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ μεταγν. ἐπιθ. ἀσυντελής.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ συντελεσθείς, ὁ μὴ πραγματοποιηθείς: Παροιμ. Πολλὰ τὰ προξενήματα κιˬ ἀσύντελος ὁ γάμος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/