βιˬολευτὸ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βιˬολευτὸ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βιˬολευτὸ τό, Ζάκ. -ΒΚριμπᾶ Ἑλλην. ἀμπελογρ. 35 ΓΞενοπ. Λάουρ. 184.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. *βιˬολευτὸς < *βιˬολεύω.
Σημασιολογία
Εἶδος σταφυλῆς χρώματος ἐρυθροϊώδους.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA