ἀσυντήρευτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσυντήρευτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀσυντήρευτος ἐπίθ. ἀμάρτ. ἀσυντέρευτος Πόντ. (Σάντ. Χαλδ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. α- καί τοῦ ἐπιθ. *συντηρευτὸς<συντηρεύω.

Σημασιολογία

᾿Απρόσεκτος ἔνθ’ ἀν.: Γιατί νὰ εἶσαι ἀσυντέρευτος; Χαλδ. Συνών. ἀπρόσεχτος, ἀσυντράνευτος 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/