γρήγορος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γρήγορος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γρήγορος ἐπίθ. κοιν. καὶ Πόντ. (Οἰν.) γρήγουρους Θεσσ. (Μοσχᾶτ.) Θρᾴκ. κ.ἀ. γλήγορος κοιν. καὶ Πόντ. (Ὄφ.) γλήγορε Τσακων. (Πραστ. Χαβουτσ.) γλήγουρους Βιθυν. (Πιστικοχ.) Εὔβ. (Ἁγία Ἄνν.) Θρᾴκ. Μακεδ. (Δρυμ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Ἀχυρ. Κολάκ. Φθιῶτ.) γλήβορος Μεγίστ. Νίσυρ. γλήορος Ἀμοργ. Ἄνδρ. Κάρπ. (Ἔλυμπ.) Κύπρ. (Αἰγιαλ. Λευκόνοικ.) Κῶς (Πυλ.) Μεγίστ. Λέρ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Νίσυρ. Ρόδ. Χίος. (Πισπιλ.) γλήουρους Στερελλ. (Αἰτωλ. Τριχων.) λήγορος Α. Ρουμελ. (Σωζόπ.) Θρᾴκ. (Κωστ.) Μέγαρ. Πελοπν. (Κίτ. Λάγ. Μάν.) λήγουρος Στερελλ. (Ἀράχ.) ἀγρήγορος Θρᾴκ. (Μάλγαρ.) ἀγρήγουρους Ἤπ. (Κουκούλ.) Μακεδ. (Κοζ.) ἀγλήγορος Πόντ. (Κοτύωρ. Χαλδ.) - Ι. Βενιζελ., Παροιμ.2, 3, 21.22,279 - Λεξ. Περίδ. ἀγλήγουρους Ἤπ. (Κόνιτσ. Κουκούλ.) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Αἶν. Καρωτ. Κομοτ.) Λέσβ. (Ἀγιάσ.) Μακεδ. (Βόιον Δαμασκ. Δεσκάτ. Κοζ. Νάουσ. Σιάτ.) Στερελλ. (Φθιῶτ.) ἀγλήουρους Σαμοθρ. ἀλήγορος Πόντ. (Ἀντρεάντ. Κοτύωρ. Σάντ.) ἀλήγουρους Θρᾴκ. (Αἶν.) ἐγρήγορος Λεξ. Μπριγκ. ἐγλήγορος Πόντ. (Τραπ.) ἐγλήορος Σίφν. Χίος (Πισπιλ.) ἐλήγορος Πόντ. (Κερασ. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.) ὀγρήγορος Πελοπν. (Τριφυλ.) Πόντ. (Χαλδ.) ὀγλήγορος Ζάκ. (Μαχαιρᾶδ. Τραγάκ.) Κάρπ. Κρήτ. (Μαλάκ. Μουστάκ. Νεάπ.) Λευκ. Μῆλ. Πελοπν. (Βερεστ. Βούρβουρ. Γαργαλ. Λάστ. Ξηροκ. Ὀλυμπ.) Πόντ. (Χαλδ.) - Ι. Τυπάλδ., Ποιήμ., 116 - Λεξ. Βάιγ. Περίδ. Βυζ. Μπριγκ. ὀγλήορος Κάρπ. Πόντ. (Ἴμερ.) ὀλήγορος Πόντ. (Κερασ. Ὄφ. Τραπ.) Θηλ. ὀγρηγόρεσσα Πόντ. (Χαλδ.) ἀγληγόρεσσα Πόντ. (Κοτύωρ.) Συγκρ. γληορώτ-ερος Κύπρ. ἀγληγουρώτιρους Μακεδ. (Ρουμλ.) γρηγορύτερος Κρήτ. γληγορύτερος Πελοπν. (Γαργαλ.) ληγορύτερος Πελοπν. (Κίτ. Μάν.)

Ετυμολογία

Τὸ Βυζαντ. ἐπίθ. γρήγορος, τὸ ὁπ. ἐκ τοῦ Ἑλληνιστ. ἐπιθ. ἐγρήγορος. Πλείονα βλ. Κ. Κόντου, Παντοῖα Φιλολογ., Ἀθηνᾶ 19 (1907), 223 - 229. Οἱ τύπ. ἐγρήγορος, ἐγλήγορος, γλήγορος, ὀγλήγορος καὶ Βυζαντ. Ὁ τύπ. γρηγορύτερος καὶ εἰς Ἐρωτόκρ. Α 1326 (ἔκδ. Σ. Ξανθουδ.) «τὰ γρηγορύτερ᾽ ἄλογα καὶ δυνατὰ διαλέγει». Διὰ τὸν σχηματισμὸν τῶν εἰς -ύτερος τύπων βλ. Γ. Χατζιδ., ΜΝΕ 1, 579 - 584 καὶ Ἀθηνᾶ 24 (1912), 63-72.

Σημασιολογία

Α) Ἐπιθετικ. 1) Ταχύς, εὐκίνητος, γοργὸς κοιν. καὶ Πόντ. (Ἀντρεάντ. Ἴμερ. Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) Τσακων. (Πραστ. Χαβουτσ.): Εἶναι γρήγορος ᾽ς τὸ περπάτημα - ᾽ς τὰ πόδιˬα - ᾽ς τὸ φαῒ - ᾽ς τὴ δουλε͜ιά. Γρήγορο ἄλογο - μουλάρι - καράβι κοιν. Τὸ ἄλογο τοῦ συχαρικιˬάρη εἶναι πολὺ γλήγορο Πελοπν. (Γορτων.) Τὸ πέταγμα τοῦ χελιδονίου ἔναι γλήγορο Πελοπν. (Ξεχώρ.) Ἡ Πετροῦ ἔναι πολὺ λήγορη ᾽ς τὸν ἀργαλε͜ιὸ Πελοπν. (Λάγ.) Τῆς γυναίκας τὸ μυˬαλὸ εἶναι πιˬὸ γρήγορο Ἀνάφ. Αὐτὸς εἶναι ὀγλήγορος καὶ πάει κ᾽ ἔρχεται μονημερὶς᾽ς τὴ Χώρα Κρήτ. (Νεάπ.) Ὁ αὸς εἶναι πολὺ γλήορος (αὸς = λαγὸς) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Οἱ βάρκες ποὺ εἶναι τὸ ἴδιˬο πρύμη καὶ πλώρη λέγονται κούτουλα• ἔχουν πολλὴ στρωσάδα καὶ εἶναι γλήγορες Σῦρ. Γλήγουρ᾽ ᾽ναῖκα᾽ς οὕλα τ᾽ς Στερελλ. (Ἀχυρ.) Πουλὺ ἀγρήγουρους εἶνι ᾽ς τοὺ γράψ᾽μου οὑ Κουστά᾽ς Ἤπ. (Κουκούλ.) Εἶνι θαυματουργὸς ἅγιˬους, ἀγλήγουρους κὶ γιˬ᾽ αὐτὸ δείχ᾽ τοὺ θᾶμα τ᾽ ἀγλήγουρα Μακεδ. (Κοζ.) Ἀγλήουρου ψάρ᾽ γ- εἶναι τοὺ διλφί᾽. Π᾽λλὶ πιτάμινου γ- εἶνι Σαμοθρ. Πολλὰ ὀγλήγορος ἔν᾽ ᾽ς σὴν δουλείαν ἀτς Χαλδ. Πολλὰ γρήγορος ἔνι, φωτία! Οἰν. Βαρέα ἐλήγορος ἔν᾽ (πολὺ γρήγορος εἶναι) Ὄφ. Ζαντὸς κιˬ ὀγλήορος (τρελλὸς καὶ ταχὺς) Ἴμερ. Ὁ γάιδαρος ἔναι λήγορος ᾽ς τὸ δρόμο Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Ἀγλήγουρ᾽ ᾽ναῖκα Λέσβ. Πκιˬὸ γλήορην ράφταιναν ᾽ὲν ἐξανάδα Κύπρ. (Αἰγιαλ.) Ἦτουν τὸ χτηνὸν ἀποὺ τὰ γληορώτ-ερα Κύπρ. Εἶναι ὀγρήγορος ᾽ς τὰ πόδιˬα Πελοπν. (Τριφυλ.) Σὺ νὰ μὲ δώῃς μιὰ φεργάδα ἀγλήγουρ᾽ μὲ σαράdα πα᾽κάριˬα (ἐκ παραμυθ.) Θρᾴκ. (Αἶν.) Τσιμέντο γρήγορο (τὸ ἐν βραχεῖ χρονικῶ διαστήματι πηγνύμενον, στερεοποιούμενον) Ἀθῆν. Ἀντίθ. ἀργὸ τσιμέντο. Ἀκούουνταν ἡ γλήγορη ἀναπνοὴ ποὺ ξἐφευγε κιˬ ἀνατάραζετὰ στήθη της σὰν ἀνθρώπου λαχανιˬασμένου Γ. Δροσίν., Ἀγροτ. ἐπιστ., 120 || Παροιμ. Ἤντσαν ἔν᾽ ἐλήγορος ᾽ς σὸ φαΐν ἀτ᾽, ἔν᾽ καὶ ᾽ς σὴ δουλείαν ἀτ᾽ (ὅποιος εἶναι γρήγορος εἰς τὸ φαγητόν του εἶναι καὶ εἰς τὴν ἐργασίαν του• ἐπὶ τῶν μετὰ σπουδῆς ἐσθιόντων καὶ συγχρόνως φιλέργων) Χαλδ. Ἀγλήγορος ᾽ς τὸ χουλιˬάρι κιˬ ἀργὸς ᾽ς τὴ δουλε͜ιὰ (ἐπὶ λαιμάργων καὶ ὀκνηρῶν) Ι. Βενιζέλ., Παροιμ.2 3, 21. Πότε ἡ νύφη μας εἶναι γλήγορη; Τὸ Σάββατο τὸ βράδυ (ἐπὶ ὀκνηρῶν, δεικνυόντων φιλοπονίαν, ὅταν δὲν ὑπάρχῃ ἐργασία) Ι. Βενιζέλ., ἔνθ᾽ ἀν. 261, 212. Οὑ οὐκνὸς κιˬ οὑ γλήουρους ἀντάμα γιˬουματίζ᾽νι (οἱ βραδεῖς πολλάκις καταφθάνουν τοὺς ταχεῖς εἰς τὴν ἐκτέλεσιν κάποιου ἔργου) Στερελλ. (Τριχων.) Ἡ παροιμ. εἰς παραλλαγ. πολλαχ. Τοῦ γλήορου πουλλιˬοῦ ἡ ᾽ούλα ὥρα σκόασε, μὰ μέρα δὲν ἐσκόασε (ὁ ἐργατικὸς δὲν πρόκειται νὰ πεινάσῃ, ὅ,τι καὶ νὰ συμβῇ) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Εἶναι γλήγορος σὰν τὸν κάτω χειρόμυλο (εἰρων. ἐπὶ τῶν βραδυπορούντων) Κρήτ. Ἡ παροιμ. εἰς παραλλαγ. κ.ἀ. Τὸ γλήγορο ἀρνὶ τρώει τ᾽ ἀλλοῦ τὸ γάλα (ὁ ἐνεργητικὸς ἐπωφελεῖται) Κρήτ. Τὸ γλήγορο τ᾽ ἄλογο γίνεται σκονταψιˬάρικο Βιθυν. Συνών. Παροιμ. Ὅπο͜ιος βιάζεται σκοντάφει || Γνωμ. Οὑ χρόνους εἶνι γλήγουρους, σὰν τοὺν τρουχὸ γυρίζ᾽ (ἐπὶ τῆς ταχείας παρελεύσεως τοῦ χρόνου) Θρᾴκ. Ἡ κακὴ κεφαλὴ θέλ᾽ ὀγλήγορα ποδάριˬα (ἡ ἀπερισκεψία χρειάζεται μεγάλην προσπάθειαν πρὸς ἐπανόρθωσιν τοῦ κακοῦ, τοῦ σφάλματος τὸ ὁποῖον ἐδημιούργησε) Μῆλ. Ὅπου ἔχει κουτὸ κεφάλι ἔχει γλήγορα ποδάριˬα (ὁμοία μὲ τὴν προηγουμ.) Ἐρεικ. ‖ Αἴνιγμ. Μακρονούρα σουσουρήθρα, | γρήγορη μαγερευτοῦσα (τὸ τηγάνι) Πελοπν. (Κάμπος Λακων.) Τὸ αἴνιγμ. εἰς παραλλαγ. κ.ἀ. || ᾌσμ. Ἐγὼ εἶμαι ἄξιˬο κιˬ ὀγλήγορο τὴν ὥρα χίλιˬα μίλιˬα, νὰ μ᾽ ἀβγατίσῃς τὴν ταή, σαράντα πέντε τάσιˬα Πελοπν. (Βούρβουρ.) Ποιὸς εἶν᾽ ἄξιˬος κιˬ ὀγλήγορος, ἄξιˬος καὶ παλληκάρι, νὰ πά᾽ νὰ πῇ τῆς Μήτραινας νὰ μὴ λαμπροφορέσῃ Πελοπν. (Βερεστ.) Ἄν εἶν᾽ ὁ μαῦρος γλήορος, φτάν-νεις ᾽ς τὰ βλοητίκιˬα, κιˬ ἂν εἶν᾽ ὁ μαῦρος σου ἀργός, φτάν-νεις ᾽ς τ᾽ ἀπολυτίκιˬα Λέρ. Ἡ πάπιˬα φέρνει τοὺ νιρὸ κ᾽ ἡ χήνα τοὺ σαπούνι κ᾽ ἡ γι-ἀδιρφή ἡ ἀγλήγουρη φέρνει χρυσὸ μαντήλι Ἤπ. (Κόνιτσ.) Τοὺ δαχτυλίδι μὄπισι ᾽ς τοὺ bάτου ᾽ς τὴ gαμάρα. Ποιˬὸς εἶνι ἄξους κὶ γλήγουρους νὰ bῇ νὰ μοῦ τοὺ βγάλῃ; Στερελλ. (Κολάκ.) Σκλάβε μου, γιˬὰ τραoύδησε καί νὰ σὲ λευτερώσω, τὴβ βάρκα τὴν πιˬὰ γλήβορην ἐσέ θ- θε᾽ νὰ τήδ δώσω Νίσυρ. || Ποίημ. Χωρὶς πνοὴ ὁλότρεμος εἰς τὸ γεφύρι τρέχει καὶ τὴν ὀγλήγορη φυγὴ ἐλπίδα μόνην ἔχει Ι. Τυπάλδ., Ποιημ., 116. Συνών. γοργός, σβέλτος. Ἀντίθ. εἰς λ. ἄναργος καὶ ἀργοκίνητος. 2) Ὁ πρόσφατος Θρᾴκ. (Κωστ.): ᾎσμ. Γούλοι ἔδησαν τὶς βάθιˬες dους σὲ δάφνες, σὲ μηλίτσες καὶ γὼ ᾽δεσα τὸ βάθιˬο μου σὲ μιˬᾶς ξανθῆς μνημόρι κ᾽ ἡ κόρη ἦτο λήγορη σὲ δυˬὸ σὲ τρεῖς ἡμέρες κιˬ ὁ βάθιˬος ἢdου πονηρός, ἢdου πολὺ μαργέλης, σκάλιξε μὲ τὰ πόδιˬα dου, βγῆκε ἡ κόρη ἀπάνου (βάθιˬος = ἵππος, λήγορη = ἡ πρὸ ὀλίγων ἡμερῶν ταφεῖσα). 3) Τὸ οὐδ. τοῦ συγκριτ. ἐνάρθρως ὡς ἐπίρρ τάχιστα, ὅσοντὸ δυνατὸν ταχέως σύνηθ.: Ἔλα τὸ γρηγορώτερο κοιν. Δὰ καρτιρῶ γράμμα σας τ᾽ ἀγληγουρώτιρου νὰ μάθου τὶ γένιστι Μακεδ. (Ρουμλ.) Β) Οὐσ. 1) Ἀρσ. ὁ ἵππος Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. κ.ἀ): ᾌσμ. Σύ, μάννα μου, μὲ ἔστειλις ᾽ς τὸ μέγα παναγύρι, οὕλοι ᾽δεσαν τ᾽ ἀλήγουρα τ᾽ς σὶ πράσινα λιβάδιˬα κ᾽ ἰγώ ᾽δεσα τ᾽ ἀλήγουρου μ᾽ σὶ μνιˬᾶς λιγνῆς λημόρι (λημόρι = μνημόρι, τάφος) Θρᾴκ. Πᾶν ᾽ τὰ πουλλάκιˬα γιˬὰ βουσκὴ κ᾽ οἱ ἔμουρφις ᾽ς τὸ πλέμα, πῆρα κ᾽ ἐγὼ τ᾽ ἀγλήγουρου μ᾽ νὰ πά᾽ νὰ τοὺ πουτίσου (πλέμα: πλέξιμον) Ἀδριανούπ. β) Ὁ κλέπτης, ὡς ἐκ τῆς ταχύτητος μετά τῆς ὁποίας οὗτος δρᾷ Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Φορτωμένες ἦτον ἐφέτι οἱ δαμασκηνιˬές μας τὰ δαμάσκηνα, μὰ κόdευγε νὰ μὴν ἀφήσουν οἱ γλήοροι νὰ φᾶμε gιˬ ἐμεῖς. γ) Εἶδος καρκίνου ὑπομέλανος τὸ χρῶμα Ζάκ. Συνών. γρηγόρης 3, φευγατσούλω. 2) Οὐδ. ἡ ταχύτης Αἴγιν. Θρᾴκ. (Αἶν.) Κύπ.: Παροιμ. Τὸ γρήγορο καὶ τὸ καλὸ | δὲν εἶν᾽ ἀντάμα καὶ τὰ δυˬὸ (ἔργον τὸ ὁποῖον συντελεῖται ἐν σπουδῇ δὲν εἶναι τέλειον) Αἴγιν. Ἡ παροιμ. εἰς παραλλαγ. πολλαχ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς τύπ. Γλήγορο Πελοπν. (Τριφυλ.) Ἐγλήορος Χίος (Πισπιλ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/