γλειψιματάκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλειψιματάκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γλειψιματάκι τό, σύνηθ.
Ετυμολογία
Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. γλείψιμο.
Σημασιολογία
Α) Κυριολ., ἐλαφρὰ λεῖξις σύνηθ.: Χάλασε τὸν κόσμο, γιˬατὶ ὁ σκύλλος τοῦ ἔκανε ἕνα γλειψιματάκι ’ς τὸ πόδι. Εἶναι πολὺ μίζερος, ἕνα γλειψιματάκι ἔκανε ’ς τὸ γλυκὸ καὶ τοῦ ἦρθε ἐμετὸς σύνηθ. Β) Μεταφ. 1) Γλειψιˬὰ Β3, τὸ ὁπ. βλ., σύνηθ.: Αὐτὸς εἶναι μάννα ’ς τὰ γλειψιματάκιˬα, παντρεύει καὶ δεσπότη. Μόνο μὲ κανένα γλειψιματάκι θὰ τελε͜ιώσῃς τὶς δουλε͜ιές σου σύνηθ. 2) Μικρὰ ποσότης χλόης Νάξ. (᾿Απύρανθ.): Μιˬὰ ’υχιˬὰ γλειψιματάκι ᾽ναι ᾿κεῖ ὄξω ᾿ς τὸ χωραφάκι κιˬ ἂ συφωνοῦμε, νὰ σ’ τὸ πλερώσω, νὰ τὸ γλείψῃ τὸ μουλάρι μου (᾿υχιˬὰ = νυχιά).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA