βιˬολιτζῆς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βιˬολιτζῆς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
βιˬολιτζῆς ὁ, σύνηθ. βιˬουλιτζῆς Σκόπ. κ.ἀ. βιˬου᾿τζῆς βόρ. ἰδιώμ. βιˬολιντζῆ Τσακων. βιˬελουτζῆς Ζάκ. διˬολιτζῆς ᾽Αθῆν. Βιθυν. Πελοπν. (Κορινθ. Τρίκκ.) κ.ἀ. διˬολιντζῆς Εὔβ. (Κουρ) κ.ἀ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. βιˬολὶ καὶ τῆς καταλ. -τζῆς.
Σημασιολογία
Ὁ παίζων βιολίον, ὁ ἐπαγγελματίας βιολιστὴς ἔνθ’ ἀν.: Παροιμ. ’Αγάπα ἡ Μάρω τὸ χορὸ κ᾽ ηὗρε κι ἄντρα βιˬολιτζῆ (ἐπὶ τῶν ἐπιτυγχανόντων ὅ,τι ἀκριβῶς ἐπιθυμοῦν) πολλαχ. Ὁ βιˬολιτζῆς ἄλλαξε, ὁ χαβᾶς δὲν ἄλλαξε (ἀλλάζουν τὰ πρόσωπα, ἀλλὰ τὰ συστήματα παραμένουν τὰ ἴδια) Πελοπν. (Φεν.) Συνών. βιˬολαρᾶς, βιˬολάρις, βιˬολάτορας, βιˬολατζῆς, βιˬολιστής.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA