ἀσύντριφτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσύντριφτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀσύντριφτος ἐπίθ. σύνηθ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ μεταγν. ἐπιθ. ἀσύντριπτος.
Σημασιολογία
Ἄθραυστος, στερεὸς σύνηθ: Τὸν ἄντρα ποῦ μ᾽ ἀγάπησε, ποῦ δέθηκε μαζί μου μὲ ἀσύντριφτους δεσμοὺς ΔΤαγκοπ. Δράματ. 166 || Ποίημ. Ἡ ἀσύντριφτη κρατάει ψυχή τους ἄσκυφτο, ὁλόισο τὸ κορμί τους ΚΠαλαμ. Δωδεκάλ Γύφτ.2 92.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA