βιˬολούνι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βιˬολούνι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βιˬολούνι τό, Χίος βιˬελούνι Ἰων (Κρήν.) Χίος (Πυργ. Χαλκ. κ.ἀ.) γελούνι Χίος (Μεστ.) διˬαλούνι Χίος (Μεστ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ 'Ιταλ. violone. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

1) Βιˬολὶ 1, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν. 2) Πληθ., τὰ μουσικὰ ὄργανα ἐν γένει ἔνθ’ ἀν.: Παίζ-ζουν τὰ διˬαλούνιˬα τσαὶ χορεύγουν Μεστ. || ᾎσμ. Βιˬελούνιˬα φέρτ' ἀπὸ τὴν Χιˬό, βιˬελούνιˬα ’πὸ τὴν Πόλι Χίος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/