γρηγορόσωστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γρηγορόσωστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γρηγορόσωστος ἐπίθ. ἀμάρτ. Οὐδ. ἀγληορόσωστο Πόντ (Ἰνέπ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. γρήγορα καὶ τοῦ ρ. σώνω.
Σημασιολογία
1) Τὸ ταχέως συντελούμενον. 2) Τὸ ταχέως αὐξανόμενον.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA