γρηγορότη
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γρηγορότη
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γρηγορότη ἡ, ἐνιαχ. γληγορότη Ζάκ. Κρήτ. ἀληγορότε Πόντ. (Σάντ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γρήγορος καὶ τῆς παραγωγ καταλ. -ότη. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ γληγορότητα εἰς Διγεν. Ἀκρίτ., στ. 1762, 1970 (ἔκδ. S. Lambros, σ. 183, 191) καὶ εἰς Λεξ. Βλάχ., ὑπὸ δὲ τούς τύπ. γληγορότη καὶ γληγορότητα εἰς Ἐρωτόκρ., Δ 1705 καὶ Α 1208 (ἔκδ. Σ. Ξανθουδ.)
Σημασιολογία
Ἡ ταχύτης, ἡ σπουδὴ ἔνθ᾽ ἀν.: ᾎσμ. Ἡ πέρδικα κ᾽ ἡ κοπελιˬὰ κάνει καλὸ κυνήγι, μὰ θέλει γληγορότητα πρίχου σ᾽κωθῇ καὶ φύγῃ Κρήτ. Συνών. εἰς λ. γρηγοράδα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA