ἀσυντρόφευτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσυντρόφευτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀσυντρόφευτος ἐπίθ. σύνηθ. καὶ Πόντ. (’Αμισ. Κερασ. Χαλδ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *συντροφευτὸς<συντροφεύω.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἄνευ συντρόφου, ἀσυνόδευτος σύνηθ. καὶ Πόντ. (’Αμισ. Κερασ. Χαλδ. κ.ἀ..): Ἔφυγαν ὅλοι καὶ μ᾿ ἄφησαν ἀσυντρόφευτο. Ἀπόμεινε μόνη κιˬ ἀσυντρόφευτη. Γυρίζει τὴ νύχτα ἀσυντρόφευτη σύνηθ. Ἐπέμ’να ἀσυντρόφευτος Πόντ. Συνών. ἀσυντρόφιˬαστος 1. 2) Ὁ μακρὰν ἄλλου κείμενος, ἀραιὸς ΓΔροσίν. ἐν ᾽Ανθολ. Η ’Αποστολίδ. 84 : Ποίημ. Τ’ ἄσπρα σπιτάκιˬα του ἕνα ἕνα σκόρπιˬα, ἀσυντρόφευτα κι ἀνάρα͜ια ᾿ς τὴ θάλασσα ἀντικρὺ ἁπλωμένα. Συνών. ἀρα͜ιός Α1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA