ἀσυντρόφιˬαστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσυντρόφιˬαστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀσυντρόφιˬαστος ἐπίθ. σύνηθ. ἀσυντρόφστος Πόντ. (Κερασ.) ἀσυντρόφχτος Πόντ. (Χαλδ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. συντροφιˬαστός. Ἡ λ. καὶ παρὰ Πορτ.
Σημασιολογία
1) ᾿Ασυντρόφευτος 1, ὃ ἰδ., σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Χαλδ.): Κάνει τοὶς δουλε͜ιές του ἀσυντρόφιˬαστος. Γυρίζει-φεύγει ἀσυντρόφιˬαστη σύνηθ. ᾿Ασυντρόφστος θά πάγω 'ς σὸ χωρίον Κερασ. Γυναῖκες ἀσυντρόφιˬαστες ΚΠαλαμ. Τρισεύγ.52. 2) Ἄνευ φίλων, ἀκοινώνητος Ζάκ. -Λεξ. Δημητρ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀσυγκόλλητος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA