ἀσύντυχος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσύντυχος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀσύντυχος ἐπίθ. Κέρκ. Κύπρ. κ.ἀ. ἀσύτ’χους Σαμοθρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ρ. συντυχαίνω.

Σημασιολογία

1) Ὁ οὐδόλως ἢ ἐλάχιστα λαλῶν ἔνθ’ ἀν.: ’Ασύντυχος ἄνθρωπος Κύπρ. Νὰ λυπηθῇ τὰ μωρά, τὰ μωρά, καὶ τὰ ζῷα τὰ ἀσύντυχα αὐτόθ. || Γνωμ. Νὰ φοβᾶσαι ἀπὸ τὸν ἀσύντυχον αὐτόθ. || ᾎσμ. Τὲς πέτρες τὲς ἀσύντυχες κάμε τες νὰ μὲ κλάψουν αὐτόθ. Συνών. ἄλαλος 1, ἀμίλητος Α1. 2) Ἅγιος ἐκκλησίας Κύπρ.: Γνωμ. Ὅπο͜ιος τρώει ’ποῦ τοὺς ἀσύντυχους ᾿ὲν θωρεῖ προκοπήν. 3) Ὁ ἐνεργούμενος ἐν καταστάσει ἀπολύτου σιγῆς Κέρκ. Κύπρ.: Ασύντυχον νερὸν Κύπρ. Ἀσύντυχο νερὸ Κέρκ. (τὸ ὕδωρ τὸ ἀντλούμενον καὶ κομιζόμενον ἐν σιγῇ πρὸς χρῆσιν μαγικὴν ἢ θεραπευτικήν. Συνών. νερὸ ἄκριτο-ἄλαλο-ἄμίλητο-ἀμολόγητο-βουβό).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/