βίος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βίος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

βίος ὁ, σύνηθ. καὶ Πόντ. (’Ινέπ. Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Τραπ.) Σύμ. Σῦρ βίγιˬος Πόντ. βίους Σάμ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀράχ.) βίο Πόντ. (Ὄφ.) δίε Τσακων. βιˬὸς Α.Ρουμελ. (Σωζόπ. Φιλιππούπ.) Θρᾴκ. (Σαρεκκλ. Σηλυβρ.) Ἴμβρ. Καππ. (Σινασσ.) Κεφαλλ. Μακεδ. (Πάγγ. Παλαιοχ.) Σάμ. -Λεξ. Πρω. Δημητρ. βίος τό, Α.Ρουμελ. (Μεσημβρ.) Ἄνδρ. (Κόρθ.) Ζάκ. Κίμωλ. Κρήτ. Κύθηρ. Κύπρ. Μύκ. Νάξ. (Ἀπύρανθ. κ.ἀ.) Σίφν. Σύμ. βίους Θεσσ. (Ζαγορ.) Λυκ. (Λιβύσσ.) Μακεδ. (Δίβρ. Σισάν.) Στερελλ. (Κεφαλόβρ.) βίον Πόντ. (Κοτύωρ. Κρώμν. Τραπ. Χαλδ.) βίο Κάσ. βιˬὸς σύνηθ. βκιˬὸς Κύπρ. βιˬὸν Ρόδ. βιˬὸ σύνηθ. καὶ Καππ. (’Ανακ. Ποτάμ. Σίλ.) βζὸ Κάλυμν. ὀβιˬὸ Καππ. (Φλογ.) διˬὸς Μεγίστ. διˬὸ Κύθν. βιˬοτὸ Ἤπ. Πληθ. βία Στερελλ. (Δεσφ.) βιˬὰ Ἤπ. βίοτα Πόντ. (Οἰν.) βίγιˬοτα Πόντ. βίετα Πόντ. (Τραπ.) βίητα Πόντ. (Τραπ.) βίτα Πόντ. βιˬοτὰ Ἤπ. βιˬουτὰ Ἤπ. (Ζαγόρ.) βιˬάτα Θρᾴκ. (᾿Αδριανούπ. Σουφλ. κ.ἀ.)

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. βίος. Τὸ βιˬοτὸ ἐκ τοῦ πληθ. βιˬοτά.

Σημασιολογία

1) Ἡ ζωὴ σύνηθ.: Διὰ βίου (καθ’ ὅλην τὴν ζωήν). Εἶδα πολλὰ ᾿ς τὸ βίο μου. Ζῆ ἕνα βίο ἄθλιο. Δὲν εἶναι βίος αὐτός! (δὲν ὑποφέρεται τέτοια ζωή!) σύνηθ. Αὐτὸς ἔχει κάταρ’ ἀποὺ τσοὶ ᾿ονεῖς του νὰ ζῇ τὸ βίος εὐτὸ ᾿Απύρανθ. Ἔγιναν πλούσιοι γιˬὰ ὅλο τὸ βίος τὼνε Νάξ. || Φρ. Βίους σκυλλήσιˬους (ἀθλία ζωὴ) ᾽Αράχ. Αὐτὸς εἶναι βίος καὶ πολιτεία (ἐπὶ ἀνθρώπου πολλὰ πράξαντος ἢ παθόντος, ἡ φρ. ἐκ τῶν συναξαρίων ὅπου αἱ βιογραφίαι τῶν ἁγίων φέρουν τὸν τίτλον «Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν δεῖνα») σύνηθ. Βίος καὶ ἱστορία (ἐπὶ διηγουμένου μακρὰν καὶ ἀνιαρὰν ἱστορίαν) ᾿Ιόνιοι Νῆσ. || ᾎσμ. Μοῖρα μου, ὁdὸ μ᾽ ἐμοίρασες, μ᾿ ἐμοίρασες, ’ς τὸ δάσο καὶ μοῦ ᾽γραψες ᾿ς τὸ βίο μου ποτὲ νὰ μὴ γελάσω Κρήτ. β) Τὰ διάφορα περιστατικὰ τῆς ζωῆς σύνηθ.: Ἀρχίζει καὶ λέει τὸ βίο του σύνηθ. Ἔλα ν’ ἀκούσῃς τὰ δ᾿κά μ᾽ τὰ βία Στερελλ. (Δεσφ.) 2) Βιβλίον περιέχον τὸν βίον ἁγίου σύνηθ.: ’Αγοράζει-πουλάει βίους ἁγίων. Συνών. φυλλάδα. 3) Ἱστορία, ἀφήγησις Θήρ. Πελοπν. (Μεσσ.): Θὰ σοῦ εἰπῶ ἄλλο βίος Μεσσ. 4) Τρόπος τοῦ ζῆν, διαγωγὴ Πελοπν. (Μεσσ.): Τὸ βίος του δὲν εἶναι καλό. β) Μετων. ἄνθρωπος κακῆς διαγωγῆς Μακεδ. (Παλαιοχ.): Νὰ ἤξιρα τέτοι͜ους βιˬὸς ποῦ ἦταν, δὲ θὰ τοὺν ἔβαζα μέσα. 5) Ἡ εἰς͵ ἀκίνητα ἢ χρήματα περιουσία, τὰ ἀγαθὰ σύνηθ. καὶ Καππ. (’Ανακ. Ποτάμ. Σίλλ. Σινασσ.) Πόντ. (Ἰνέπ. Κερασ. Κοτύωρ. Κρώμν. Οἰν. ᾽Οφ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Τσακων.: Ἔχει ἀλογάριˬαστο-μεγάλο-πολὺ βιˬός. Ἔδωκε ’ς τὴν κόρη του ὅλο του τὸ βιˬός. Βρῆκε βιˬὸς ἀπ᾿ τὸν πατέρα του. Ἔφαγε ὅλο του τὸ βιˬὸς ’ς τὰ χαρτιὰ σύνηθ. Ἔφαγε τὸ βίον ἀτ’ Ὄφ. Αὐτὸς ἔ᾽ πουλλὰ βιˬουτὰ Ζαγόρ. Στάμινου βιˬὸς (ἀκίνητος περιουσία) αὐτόθ. Κινάμινου βιˬὸς (κινητὴ περιουσία) αὐτόθ. || Φρ. Ἔχει βιˬὸς καὶ βιˬοτικὸ (εἶναι πλουσιώτατος) Μεσσ. Τῆς Βενετιˬᾶς τὸ βιˬὸ (ἐπὶ πολυτίμου) Ἤπ. Ζουντανὸ βιˬὸ (ἡ εἰς ζῷα περιουσία) Αἰτωλ. Ἄξιˬο βιˬό! (εἰρων. ἐπὶ μηδαμινῶν πραγμάτων) Ἤπ. Τρανὸ βιˬὸ (εἰρων. ἐπὶ προσώπου οὐχὶ ἀξιολόγου) Βλάστ. Αὐτὸς εἶνι χ᾿σὸ βιˬὸ (εἰρων. ἐπὶ κακοῦ) Αἰτωλ. Χαμένο βιˬός! (ἀνόητε!) ᾿Απύρανθ. Θ'κο’ μας βιˬὸς κιˬ αὐτὸς (ἐπὶ ἡμετέρων καὶ ὁμοίων πρὸς ἡμᾶς) Βλάστ. Τὸ βιˬὸ τοῦ διαόλου (βλασφημία πρός τι ἐνοχλοῦν) ᾿Αγρίν. Τοὺ βιˬό μ᾽ δὲ ξέρου; (πρὸς τοὺς ἰσχυριζομένους ὅτι γνωρίζουν τὰ ἡμέτερα καλύτερον ἡμῶν) Ἤπ. || Παροιμ. ᾽Ελᾶτε τρελλοὶ νὰ φὰτε τοῦ γνωστικοῦ τὸ βιˬὸ (ἐπὶ τῶν ἐπιτηδείως ἀπολαμβανόντων τὰ ἀγαθὰ ἄλλου) σύνηθ. Ξένο βιˬὸ καλολογάριˬαστο (ἐπὶ τοῦ νομίζοντας ὅτι ὑπολογίζει ἀσφαλῶς τὴν περιουσίαν ἄλλου) Ἤπ. Μὲ βιˬὸ καλὸ δὲν παρακαλῶ (ὁ ἔχων καλὸν ἐμπόρευμα δὲν ἔχει ἀνάγκην νὰ παρακαλῇ τὸν ἀγοραστὴν) ᾿Ιωάνν. Ὁ βιὸς τα κούτσουρα παντρεύει (διὰ τοῦ χρήματος καὶ τὰ δυσκολώτερα πράγματα εἶναι κατορθωτὰ) Σωζόπ. Ἔρημο βιˬὸ τὸ τρώει ὁ λύκος (ἀφύλακτος περιουσία γίνεται ἕρμαιον τῶν ἁρπαγῶν) Βογατσ. || Γνωμ. Τ᾽ ἀκριβοῦ τὸ βιˬὸς σὲ χαροκόπου χέριˬα (τοῦ φιλαργύρου ἡ περιουσία περιέρχεται εἰς σπάταλον κληρονόμον) πολλαχ. Βιˬὸς ἀποχτίζεις, ἀλλὰ ἄνθρωπο δὲν ἀποχτίζεις Σαραντάπ. Ἔεις καλὸ πιδί, τί τοὺ θέλτς τοὺ βιˬό, ἔεις κακὸ πιδί, τί τοὺ θέλ’τς τοὺ βιˬὸ (τὸ καλὸν τέκνον καθιστᾷ τὴν περιουσίαν περιττὴν καὶ τὸ κακὸν ἀνωφελῆ) Θεσσ. Ὁ ἄνθρωπος μ' ἕνα κόλο γερνάει, μ᾿ ἕνα βιˬὸς δὲ γερνάει (ἡ περιουσία δὲν εἶναι σταθερὰ) Αἴγιν. ’Ανταμικὸ βιˬὸ ἔρημου (ἡ συντροφικὴ περιουσία δὲν φυλάσσεται καλῶς) Θεσσ. Λίγο βιˬὸς ξανάσασι (ὁ ἔχων ὀλίγα ἔχει καὶ ὀλιγωτέρας μερίμνας) Λεξ. Πρω. Ὁ βίος ᾿ς σὸ βίον πάει (ἐπὶ πλουσίου ἀποκτῶντος καὶ ἕτερον πλοῦτον) Τραπ. Χαλδ. Τὸν βίον ἐρώτεσαν, ποῦ θὰ πᾶς; καὶ εἶπεν, ᾽ς σὸ βίον (συνών. τῷ προηγουμένῳ) Χαλδ. Πρῶτα παίρνει ὁ Θεὸς τὴ γνῶσι κ’ ὕστερα τὸ βιὸς («μωραίνει Κύριος ὃν βούλεται ἀπολέσαι») ΙΒενιζέλ. Παροιμ.2 266,272. Τοῦ dουνιˬᾶ τὸ βιὸς ᾿ς τὸ dουνιˬὰ θὰ μείνῃ (ἀποθνήσκων τις δὲν συμπαραλαμβάνει τὴν περιουσίαν του) Ἄργος. Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. Πβ. Εὐριπ. Ἱκέτ. 181 «ᾧ βίος μὲν ἦν πολύς, ἥκιστα δὲ ὄλβῳ γαῦρος ἦν» καὶ Ἡρόδ. 8,106 «βίον κτησάμενος ἀπ᾽ ἔργων ἀνοσιωτάτων». Συνών. ἀγαθὰ 1, ἀφέντεμα 2, ἀφεντιˬὰ 6, ἔχει, καλὰ (ἰδ. καλός), κατάστασι, περιουσία. 6) Ἡ εἰς κτήνη περιουσία καὶ συνεκδ. τὰ κτήνη Ἤπ. Μακεδ. Πόντ. (Χαλδ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.): Ἔπισι τοὺ βιˬὸ ᾽ς τ᾽ ἀμπέλιˬα κὶ τὰ χὰλασι Αἰτωλ. Βγάζου τὸ βιˬὸ (ξεχειμωνιάζω τὰ αἰγοπρόβατα) Ἤπ. Λαλῶ τὸ βίον (ὁδηγῶ τὰ θρέμματα εἰς τὴν βοσκὴν) Χαλδ. || Παροιμ. Ὁ κύλλον μὲ τὸ ζόρ’ ’ς σὸ βίον ᾿κὶ πάει (ὁ σκύλλος μὲ τὸ ζόρι δὲν ἀκολουθεῖ τὸ ποίμνιον, ἐπὶ τοῦ δυσχεροῦς ἐξαναγκασμοῦ ἀνθρώπου μὴ θέλοντος νὰ κάμῃ τι) Χαλδ. Συνών. ζωντανὰ (ἰδ. ζωντανός), πράματα (ἰδ. πρᾶμα). 7) Θησαυρὸς καὶ ἰδίως ὁ κεκρυμμένος Ἤπ. Κάλυμν. Καππ. (Σινασσ.) Κάσ. Κρήτ. Κύπρ. Νάξ. (Μον.) Σύμ Τῆν. κ.ἀ.: ᾽Επλούτησε, γιˬατὶ ηὗρε βίος Κρήτ. || Φρ. Στοιχει͜ωμένο βιˬὸ (πολλὰ) Ἤπ. Ἡ σημ. καὶ μεσν Πβ. 'Ασίζ. Κύπρ. (ΚΣάθα Μεσν. Βιβλ. 6,222) «νὰ σκάψῃ εἰς κανένα τόπον, ὅπου ἠξεύρει ὅτι ἔχει βίον». Συνών. βλυσίδι. β) Ἀρχαῖα πολύτιμα εὑρήματα Ἄνδρ. (Κόρθ) 8) Μεγίστη ποσότης, μέγας ἀριθμός, ἀφθονία Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κουρ. Κύμ.) Ζάκ. Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) Θεσσ. (Ζαγορ.) Κεφαλλ. Κίμωλ. Κύθηρ. Κύπρ. Μακεδ. (Σισάν.) Μέγαρ. Πελοπν. (᾿Αρκαδ. Παύλιτσ. Τριφυλ.) Σάμ. Στερελλ. (Αἰτωλ) - ΓΞενοπ. Θέατρ. 1,156 -Λεξ. Περίδ 'Ηπίτ. Μ’Εγκυκλ. Δημητρ.: Ἔχω βιˬὸς ἀπ᾽ αὐτὲς τοὶς μονέδες. Κεφαλλ. Ἔ’ βιˬὸ παρᾶδις Ζαγόρ. Βίος ροῦχα Ζάκ. Βίος πράματα Κύθηρ. Τ’ ἀμπέλιˬα φέτου ἔχ’νι βιˬὸ σταφύλιˬα Αἰτωλ. Φέτι ἔχομε κολοκύθιˬα βίος Κίμωλ. Φέρανε βιˬὸς ψάριˬα: Μέγαρ. Βιˬὸς ἄνθρωποι Κύμ. Ἤτανε βιˬὸς ὁ κόσμος ’ς τὸ πανηγύρι Κουρ. Βιˬὸς λαγοὶ Παύλιτσ. Βιˬὸς χιˬόνι ἔρριξε Αὐλωνάρ. Τὸ χωράφιν ἔχει ἀκάτ-τιν βιˬὸς Κύπρ. Ἀοῦ, βιˬός! (τί πλῆθος!) Ζάκ. Σὰν καὶ σένανε κωπέλλες εἶναι ᾿κεῖ κάτω. . . βίος ΓΞενόπ. ἔνθ’ ἀν. Συνών. βλυσίδι, θησαυρός. 9) ᾿Επιρρηματ., πολὺ Κεφαλλ.: Ἔφαγα-περπάτησα βιˬό. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. Βιˬὸς τό, καὶ ὡς τοπων. Εὔβ. (Πλατανιστ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/