γριὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γριὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γριὰ ἡ, γραῖα Ἀθῆν. (παλαιότ.) Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Βρύσ. Κονίστρ. Κύμ.) Ζάκ Ἤπ. (Δρυμᾶδ.) Καππ. (Τσουκούρ.) Κάρπ. (Ἔλυμπ.) Κορσ. Κύθηρ. Μαθράκ. Μέγαρ. Πελοπν. (Καρδαμ. Κίτ. Λεῦκτρ. Μάν. Ξεχώρ. Οἴτυλ. Πλάτσ. Πραστ.) Πόντ. (Ἴμερ. Κάρς Κερασ. Κοτύωρ. Κρώμν. Ματζούκ. Οἰν. Ὄφ. Σταυρ. Τραπ. Χαλδ.) Τσακων. (Βάτικ. Χαβουτσ.) γραῖβα Κάσ ἐγραῖα Πόντ. (Ἰνέπ.) γραῖ Ἰκαρ. γραῖ Ἰκαρ. Κρήτ. (Ἀποκόρ. Ρέθυμν. Σφακ κ.ἀ.) Λέσβ. (Μόλυβδ. Πέτρ. Συκαμν. Φίλ.) γρία Ζάκ. Ρόδ. Τσακων. (Βάτικ. Καστάν. Μέλαν. Πραστ. Χαβουτσ. gρία Καλαβρ. (Μπόβ.) γραιὰ Κυκλ. Μεγίστ. γραιὰ Μακεδ. (Ἀρκοχώρ. Βροντ. Νιγρίτ) γριὰ κοιν. καὶ Καππ. (Ποτάμ. Τελμ.) Πόντ. (Οἰν.) γριˬὰ Ἴμβρ. γιριὰ Πελοπν. (Κίτ. Μάν. Λάγ.) γρ Καππ. (Τσουκούρ. Φάρασ.) Πόντ. (Σούρμ.) γρὰ Θάσ. Θρᾴκ. (Σκοπ. Σουφλ.) Ἴμβρ. Κάρπ. Κάσ. Κρήτ. Λέσβ. (Ἐρεσσ.) Μακεδ. (Ἄσσηρ. Βέρ. Γκριντ. Καστορ. Κοζ. Σιάτ.) Νίσυρ. Στερελλ. (Ὀρχομεν.) γριγιˬὰ Ἀντίπαξ. Βιθυν. (Κατιρ.) Δωδεκάν. (Λειψ.) Ἐρεικ. Ἤπ. (Ζαγόρ. Κόνιτσ. Πάργ. Τσαμαντ.) Θάσ. Θεσσ. (Βαθύρρ.) Θρᾴκ. (Αἶν.) Ἰων. (Βουρλ.) Κέρκ. (Κασσιόπ.) Λέσβ. (Πάμφιλ. Πολιχνῖτ.) Λῆμν. Μαθράκ. Μακεδ. (Νέα Πέραμ.) Νίσυρ. Ὀθων. Παξ. Πάτμ. Πελοπν. (Ἀχαΐα Καλάβρυτ. Κοπαν. Κορινθ. Μανιάκ.) Προπ. (Μαρμαρ.) Σαμοθρ. Σάμ. (Μαραθόκ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Εὐρυταν. Λεβάδ. Παρνασσ.) - Μ. Αὐγέρ., εἰς Ἀνθολ. Η. Ἀποστολίδ., 19 γιιˬὰ Σαμοθρ. γιιιˬὰ Σαμοθρ. γιὰ Λέσβ. γζιὰ Πάτμ. γιριὰ Θρᾴκ (Πλάγ. Στερν.) Σαμοθρ. ιριὰ Καππ. (Ἀνακ. Αραβάν. Μισθ. Τελμ.) ιργιὰ Καππ. (Φλογ.) γιργιὰ Θρᾴκ (Αὐδήμ.) Λῆμν. Λυκ. (Λιβύσσ.) γιρgιὰ Ρόδ. γιρὰ Κάλυμν. γρζὰ Ἀστυπ. Κάλυμν. Σκῦρ. γρὰ Νίσυρ. Πάτμ. γρτζὰ Πάτμ. γριτὰ Πάτμ. γριdὰ Πάτμ. γρντζιὰ Ἀστυπ. γρκιὰ Ρόδ. γρgιὰ Ρόδ. gριὰ Χίος (Πυργ.) ργὰ Κύπρ. ρκὰ Κύπρ. ρgὰ Κύπρ. ἐργιˬὰ Μεγίστ. ἐεργιὰ Μεγίστ. γεργιὰ Μεγίστ. γαεργιὰ Μεγίστ. Κλητ. γριοῦ Ἴος Πληθ. γραιάδες Κύπρ. γραιάδοι Πόντ. (Οἰν.) γραιάδ᾽ Πόντ. (Ματζούκ. Τραπ.) γραιάντ᾽ Πόντ. (Ὄφ. Τραπ.) γραιάδοντες Πόντ. (Ματζούκ. Τραπ.) γρδες Καππ. (Φάρασ.) γρδι Καππ. (Τσουκούρ.) γριάδες Εὔβ. (Αὐλωνάρ.) Ἰκαρ. Ἴος Καππ. (Ποτάμ. Τελμ.) Κίμωλ. Μέγαρ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πάρ. (Λεῦκ.) Πάτμ. Σίφν. γριάες Πάρ. (Λεῦκ.) Χίος (Καλημ. Φυτ.) γριγιˬὲς Εὔβ. (Λιχὰς) γριγιˬάδες Μέγαρ. γριτάδες Πάτμ. γραῖδες Δ. Κρήτ. Ρόδ. γραῖδις Θρᾴκ. (Αἶν.) γρίε Τσακων. (Πραστ.) γράδες Α. Κρήτ. Κύθηρ. γζάδε Τσακων. (Πραστ. Χαβουτσ.) γράες Χάλκ. γρὲς Θρᾴκ. (Αἶν.) Κορσ. Μακεδ. (Ἄσσηρ. Βλάστ.) ρκάδες Κύπρ. ρκάες Κύπρ. ιριˬὲς Καππ. (Ἀνακ. Ἀραβάν. Μισθ. Τελμ.) Λῆμν. (Πλάκ.)

Ετυμολογία

Τὸ Βυζάντ. οὐσ. γριά, παρὰ τὸ ὁπ. καὶ οἱ τύπ. γραιὰ καὶ γραῖα. Βλ. Συναξάρ. γαδάρ., στ. 177 καὶ 182 (ἔκδ. Wagner, σ. 117) «Θωρεῖ ἡ γραιὰ πὼς ἔρχομαι, ἔχει το κάττος ἔναι» καὶ «ὡσὰν εἶχεν συνήθιον ἡ γραῖα πρὸς τὸν κάττον». Ὁ τύπ. γρὰ πολλαχοῦ εἰς Ἐρωτόκρ. (με Σ. Ξανθουδ.) ὡς Γ 1235 «κ᾽ ἐσὺ Φροσύνη, πού ᾽σαι γρὰ γυναῖκα τοῦ καιροῦ σου». Ὁ τύπ. ἐργιὰ ἐκ συνεκφορᾶς τοῦ ἄρθρου ἑ ἀντὶ ἡ καὶ τοῦ οὐσ. ργιˬά, τὸ ὁπ. ἐκ τοῦ γριὰ δι᾽ ἀντιμετάθεσιν τοῦ γ καὶ ρ. Ὁ τύπ. γιριὰ δι᾽ ἀνάπτυξιν τοῦ φθόγγου ι. Ὁ τύπ. ρκὰ διὰ τὴν ἐξέλιξιν γριὰ - γρκὰ - ρκά, ἔνθα τὸ γ ἀπεβλήθη διὰ τὸ δυσεκφώνητον. Βλ. Σ. Μενάνδρ., Ἀθηνᾶ 6 (1894), 157, 161, Γ. Χατζιδ., Ἀθηνᾶ 26 (1914) Ἀρχ., 54 καὶ ΜΝΕ 2, 410. Διὰ τὸν τύπ. γιιιˬὰ βλ.) Α. Heisenberg, Ἀφιέρ. εἰς Γ. Χατζιδ., 97. Εἰς τὸν τύπ. γραῖ ἐσημειώθη προσέγγισις τοῦ ἀτόνου α πρὸς τὸν προηγούμενον φθόγγον ε. Βλ. Γ. Χατζιδ., ΜΝΕ 1, 344. Ὁ τύπ. γιριὰ δι᾽ ἐπένθεσιν, ὁ δὲ γεργιὰ διὰ τὴν σειράν: γριὰ - ργιὰ- ἑ ργιὰ - ἑργιὰ- ἑ ἐργιὰ - ἐγεργιὰ - γεργιά.

Σημασιολογία

1) Ἡ προκεχωρημένης ἡλικίας γυνὴ κοιν. καὶ Καλαβρ. (Μπόβ.) Καππ. (Ἀνακ. Ἀραβάν. Μαλακ. Ποτάμ. Τελμ. Τσουκούρ. Φάρασ. Φλογ.) Πόντ. (Ἴμερ. Κερασ. Κοτύωρ. Κρώμν. Οἰν. Ὄφ. Τραπ.) Τσακων. (Πραστ. Χαβουτσ.): Εἶναι ἑκατὸ χρονῶ γριά. Εἶναι παράξενη – καλοστεκούμενη - κοτσονάτη γριά.ˬ Γριὰ στρίγγλα - ρουφιˬάνα - πορδοῦ κοιν. Μιˬὰ φορὰ κ᾽ ἕναν καιρὸ ἦταν ἕνας γέρος καὶ μιˬὰ γριὰ (ἐκ παραμυθ.) κοιν. Ἦτολ λέει μνὰ γρντζιὰ τσ᾽ εἶσεν ἡ κακομοῖρα μνὰγ κόρη Ἀστυπ. Εἶχε μίαβ βολὰ μία γρὰ ἕναγ γέρο Κάρπ. Κάθε μέρα ἐτσακώνουdόνε ἡ γραῖ μὲ τσὶ νυφάδες καὶ τὰ ἐgόνιˬα τζη Κρήτ. (Ἀποκόρ.) Οἱ γράδες ἐστολιστήκανε κ᾽ ἐπήγανε κ᾽ ἐχορεύγανε σὲ μιˬὰν πλατέα αὐτόθ. Ἦρτεν ἑ γραιὰ τσ᾽ ἑ γέρος Μεγίστ. Τρεῖς μήνους ᾽ς τὰ ροῦχα ἄρρωστη ἡ γραῖα Μέγαρ. Ἤτανε μία γραῖα κουλούτσι, δὲν ἢλεπε κὰ (= ἦτο τελείως τυφλὴ) Πελοπν. (Καρδαμ.) Εἶdα κάνεις, γριοῦ; Ἴος. Κάθουdαν οἱ γριάδες καὶ λένε χίλιˬα δυὸ, ἅμα bεράσῃς Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ἕναμ bρωῒ ἐπερνοῦσε μνιˬὰ γριγιˬὰ Νίσυρ. Εἴετε νὰ περνοῦν ἕναν gοπάι γράες; (εἴδατε νὰ περνᾷ μία ὁμάδα γριές;) Χάλκ. Ἐμεῖς τὰ ιριὲς πααίνικαμ᾽ ᾽σὰ νεκκληὲς (ἐμεῖς οἱ γριὲς ἐπηγαίναμε εἰς τὰς ἐκκλησίας) Ἀνακ. Ἤτομαι ιριˬὰ (ἢμουν γριὰ) αὐτόθ. Τὰ ιριὲς τὰ ᾽ναῖκας (οἱ γριὲς γυναῖκες) Φλογ. Νὰ γνώρ᾽ζ᾽ ἡ γριγιˬά, τί ἄλλου ἢθι᾽; (νὰ εἶχε τὴν ὅρασίν της ἡ γριά, δὲν ἢθελε τίποτε ἄλλο) Στερελλ. (Αἰτωλ.) Ἤτανε τρεῖς γρίες, πολὺ γρίες κ᾽ ἐχορεύανε (ἐκ παραμυθ.) Ζάκ. Ἡ γρὰ ἐζύμωνε Κρήτ. ᾽Σ τὴν στράταν ἐδιˬαλουᾶτο τί ψόμα θὰ συντέσῃ, γιὰ νὰ ᾽ἐλάσῃ τὴ γρὰ Κάρπ. Οἱ γριάδες θένε ᾽περέτημα (οἱ γριὲς ἔχουν ἀνάγκην φροντίδος) Σίφν. Ἄν τοῦ χαρίζῃ ἡ γραῖα (ἂν τὸν συγχωρῇ ἡ γριὰ) Ἤπ. (Δρυμᾶδ.) Ἡ ρκὰ ᾽τομ πολ- λοπάκτη (ἡ γριὰ ἦτο πολυπηγαιμένη, πολύπειρος, ἔμπειρος) Κύπρ. || Φρ. Τζαρωμένη γριὰ (ἐπὶ νέου μὲ ἐρρυτιδωμένον πρόσωπον) Σύμ. Ἔρχεται γριὰ-γριὰ (ἔρχεται σιγὰ-σιγὰ ὡς γραῖα) Προπ. (Μαρμαρ.) Ὤχ! γριὰ ζαρουμέν᾽ (λέγεται πρὸς ὁμιλοῦντα, ὅταν ἐπαναλαμβάνῃ τὰ ἴδια, ἀλλὰ μὲ διαφορετικούς λόγους) Θεσσ. (Ἀνατολ.) Ἡ γριὰ τοῦ γέρου (περὶ νέας γνωριζούσης πολλὰς πονηρίας) Ἀθῆν. (παλαιότ.) Νὰ ζήσῃς γριὰ-γριὰ (εὐχή• νὰ φθάσῃς εἰς βαθύτατον γῆρας) Μύκ. Καμμιˬὰ γρὰ θ᾽ ἀποθάνῃ (ἐπὶ λίαν ἐκτάκτου συμβάντος) Κρήτ. Κάπο͜ια γριὰ θὲ νὰ ψοφήσῃ (ἐπὶ μὴ ἀναμενομένου καλοῦ) Κεφαλλ. Εἶες ρκὰν τ᾽ ἀπ-πῆαφ φοῦρνον; (εἶδες γριὰν καὶ ἐπήδα φοῦρνον; ἐπὶ ἀνικάνων) Κύπρ. Ἡ γρὰ μπιράτουσι (ἡ γραῖα ἔθεσε τὸν περάτην, τὸν σύρτην• ἐπὶ ὑποθέσεως ἥτις ἔλαβε τέλος καὶ διὰ τὴν ὁποίαν δὲν χωρεῖ πλέον συζήτησις) Θάσ. Κάνουν τσῆ γρᾶς τὸ σωρὸ (πίπτουν σωρηδὸν ὁ εἷς ἐπὶ τοῦ ἄλλου) Κρήτ. Οἱ μέρες τῆς γριᾶς (αἱ δύο ἢ τρεῖς τελευταῖαι ἡμέραι τοῦ Μαρτίου, καθ᾽ ἅς ἀπροόπτως ἐνσκήπτει βαρύς χειμών• ἡ φρ. ἐκ παραδόσεως, καθ᾽ ἣν κατὰ τὰς ἡμέρας αὐτὰς γραῖα ποιμαίνουσα τὰ ἐρίφιά της καὶ πιστεύσασα ὅτι ὁ χειμὼν εἶχε παρέλθει, ἐξεφράσθη περιφρονητικῶς κατὰ τοῦ Μαρτίου. Ὁ Μάρτιος τότε ἐδανείσθη μίαν ἡμέραν ἀπὸ τὸν Φεβρουάριον καὶ προεκάλεσε χιονοθύελλαν μὲ ἀποτέλεσμα τὸν ἐκ ψύχους θάνατον τῆς γραίας) Ζάκ. Θεσσ. (Βαθύρρ.) Θρᾴκ. (Αἶν.) Λευκ. Πελοπν. (Λάστ.) Ἁμέρε τὰ γρὶα (αἱ ἡμέραι τῆς γριᾶς• ὁμοία μὲ τὴν προηγουμ.) Πραστ. Χαβουτσ. Ἡμέρες τῶν γριῶν (ὁμοία μὲ τὴν προηγουμ.) Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Ὁ Γενάρης ἔβαλεν τήρ ρκὰν ᾽ς τόφ φοῦρνον (διὰ τὸ δριμύ ψῦχος) Κύπρ. Ὁ Μάρτης ἢκανε τὴ γριὰ κ᾽ ἢκαψε τῆς φουφοῦς τὰ ξύλα (διὰ τὸ κατὰ τὸν μῆνα τοῦτον ἐνίοτε δριμύτατον ψῦχος) Θήρ. Ὁ Μάρτης ἔβαλε τὴ γραῖα ἀπὸ κάτω ἀπὸ τὸ χαρανὶ (ἀπὸ τὸν λέβητα• ὁμοία μὲ τὴν προηγουμ.) Πελοπν. (Καρδαμ.) || Παροιμ. φρ. Τῆ γραίας τὰ ποράν (τῆς γραίας ἡ χιονοθύελλα) Ἴμερ. Τσῆ γρίας τὰ ματέματα, τοῦ γέρου παραμύθιˬα (ἐπὶ μωρῶν καὶ ἀναξίων πίστεως λόγων) Ζάκ. Πίσω εἶν᾽ οἱ μέρις τῆς γριᾶς (ἐπὶ μέλλοντος κακοῦ) Θρᾴκ. (Αἶν.) || Παροιμ. Ἡ γριὰ τὸ μεσοχείμωνο ξυλάγγουρο γυρεύει (ἐπὶ τῶν αἰτούντων ἀκαίρως τι ἢ τὰ ἀδύνατα) Πελοπν. (Βούρβουρ. Γορτυν.) Ἡ παροιμ. εἰς παραλλαγ. πολλαχ. Ἡ γραῖα τὸν Καλαντάρην σῦκα ἐγύρευεν (ὁμοία μὲ τὴν προηγουμ.) Τραπ. Ἐστολίστ᾽ ἡ γριὰ κιˬ ἀνέμενε (ἐπὶ ἀπροσδοκήτου ἀποτυχίας) Πελοπν. (Λάστ.) Ἡ γραῖα μὲ τὴ gαλὴ ψυχὴ εὑρέθη gαστρωμένη (ἐπὶ τῶν δυσαρέστων ἐνίοτε συνεπειῶν τῆς ὑπερβολικῆς καλωσύνης) Πελοπν. (Μάν.) Ἄς γυρίζῃ ὁ μύλος | κιˬ ἂς γρινιάζῃ ἡ γραῖα (ἂς ἀποδίδῃ κέρδος ἡ ἐπιχείρησις κι ἂς ὑπάρχουν οἱ ἀντιδρῶντες) Κύθηρ. Πές το, πές το τὸ κοπέλι, | ἔκαμε τὴ γρὰ νὰ θέλῃ (ἐπὶ τῶν ἐπιτυγχανόντων τι διὰ τῆς ὑπερβολικῆς ἐπιμονῆς των) Κρήτ. (Μόδ.) Ὅσου βιˬάζιτι ἡ γριά, | τόσου κόβιτι ἡ κλουστὴ (ἡ ὑπερβολικὴ βιασύνη γίνεται πρόξενος ζημιῶν) Θεσσ. (Κρυόβρ.) Καλόμαθεν ἡ γριγιὰ ᾽ς τὰ σῦκα καὶ σιγὰ σιγὰ θὰ φά᾽ κὶ τὰ σ᾽κιˬόφ᾽λλα (ἐπὶ τοῦ αἰτοῦντός τι τὸ ὁποῖον εἶχε συνηθίσει νὰ λαμβάνῃ ἢ ἐπὶ τοῦ ἀπαιτοῦντος τὴν ἐκπλήρωσιν χάριτος ὡς ὀφειλομένης, διότι αὕτη τοῦ ἔγινε μίαν φορὰν) Λέσβ. Ἡ παροιμ. εἰς παραλλαγ. πολλαχ. Ἠκαλόμαθεν ἡ γιργιὰ ᾽ς τὸ μέλιν (ὁμοία μὲ τὴν προηγουμ.) Λυκ. (Λιβύσσ.) Βάρ᾽ τὴ νιˬὰ μὲ τὸ καλάμι | καὶ τὴ γριὰ μὲ τὸ ματσούκι (βαρύτερα τὰ τῶν γερόντων παραπτώματα) Πελοπν. (Γορτυν.) Ἐπετάχτ᾽ ἡ γριὰ ᾽π᾽ τὴ φράχτη | μὲ τὴ ρόκα μὲ τ᾽ ἀδράχτι (ἐπὶ προπετῶν) Πελοπν. (Πάτρ.) Μάραθο τὸ μάραθο, | γεμίζει ἡ γριὰ τὸ gάλαθο (ὀλίγον κατ᾽ ὀλίγον δύναταί τις ν᾽ ἀποκτὴσῃ πολλὰ) Νίσυρ. Ἑ ἐργιὰ σὰν ἐγελάστη, ἐσφιχτομανταλώθητσε (ἐπὶ τῶν ματαίως μεταμελουμένων διὰ πρᾶξιν των καὶ λαμβανόντων ἀνωφελῶς πλέον προφυλάξεις) Μεγίστ. Ἡ παροιμ. εἰς παραλλαγ. πολλαχ. Ἡ γριὰ κιˬ ἂν παινευότανε | ᾽ς τ᾽ ἀνήφορο φαινότανε (ἡ ἡλικία δὲν κρύπτεται) Πελοπν. (Πάν.) Γάδαρος εἶν᾽ ὁ γάδαρος, ἂ βάλῃ καὶ τὴ σέλλα κ᾽ ἡ γριὰ κιˬ ἂ στολίζεται, δὲν εἶναι πιὰ κοπέλα (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Ἴος. Ἡ ρκὰ ᾽ὲν εἶχεδ δαίμοναν κ᾽ ἐγόρασεν ἕναχ χοῖρον (ἐπὶ προστιθεμένων δυσχερειῶν) Κύπρ. Ἡ παροιμ. εἰς παραλλαγ. καὶ ἀλλαχοῦ Εἴχαμι τὴ γριὰ ἄρρουστη, | φάσκιˬουσι κιˬ οὑ γέρουντας (ἐπὶ προστιθεμένων δυσχερειῶν εἰς ἢδη ὑπαρχούσας) Μακεδ. Ἐμεῖς δὲν ἐχωρούσαμε, ἐγέννησε κ᾽ ἡ γριά μας (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Πελοπν. (Λακων.) Ἐποσυκίσαν οἱ συκιˬὲς | καὶ μαώνουν οἱ γριὲς (ἡ πτωχεία ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα τὴν διχόνοιαν) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ἡ γρὰ δὲ dὸ ᾽ρπιζε νὰ παdρευτῇ κιˬ ἀπανωπρούκιˬα γύρευγε (ἐπὶ τῶν ἀνελπίστως ἐπιτυγχανόντων τι καὶ ἐγειρόντων ἐπὶ πλέον ἀξιώσεις) Κρήτ. Ἡ παροιμ. εἰς παραλλαγ. καὶ ἀλλαχοῦ. Θέλει ἡ γραῖ καὶ παίζ᾽ ὁ γέρος (ἐπὶ τῶν ἀνεχομένων τὰς παρεκτροπὰς τῶν ἄλλων) αὐτόθ. Ἡ παροιμ. εἰς παραλλαγ. καὶ ἀλλαχοῦ. Κάθου, γρία, κιˬ ἀνάμενε, νὰ κάμω γιˬὸ νὰ πάρῃς (ἐπὶ τῶν προσδοκούντων ἀδύνατα) Ζάκ. (Μαχαιρᾶδ.) Ἀναβάστα, γραῖ, τὸ γέρο, | νὰ τὸν ἔχωμε τὸ θέρο κιˬ ἀπῆς ἀποθερίσωμε, | νὰ πᾶ᾽ τόνε τσουρίσωμε (= κρημνίσωμεν• ἐπὶ συμφεροντολόγου, συνάμα δὲ καὶ ἀγνώμονος) Κρήτ. Κάη ἡ γραῖα ᾽ς τὸ χυλό φυσάει τσαὶ τὸ γιˬαούρτι (ἐπὶ τῶν προνοούντων καὶ δι᾽ ἀσήμαντα ἐξ αἰτίας προηγηθέντος παθήματος) Μέγαρ. Ἡ παροιμ. εἰς παραλλαγ. πολλαχ. Ἡ γριὰ ᾽ς τ᾽ ἀπότρυγα σφεdόνα ἔπλεκε (σφεdόνα = πλεκτὸν σχοινίον• ἐπὶ τῶν ἀκαίρως ἐργαζομένων) Πελοπν. (Λακων.) Ὁ κόσμος τρικυμίζεται | κ᾽ ἡ γριὰ ξεροχτενίζεται (ἐπὶ ἀδιαφορούντων διὰ σοβαρὰς ὑποθέσεις) Πελοπν. (Ἄστρ.) Ἡ παροιμ. εἰς παραλλαγ. πολλαχ. || Γνωμ. Τ᾽ εἶν᾽ τὰ νιˬάτα ἡ γριὰ τὸ ξέρει (ἐπὶ τοῦ ἐκτιμῶντος ἀγαθὸν τοῦ ὁποίου στερεῖται) Κεφαλλ. Ὁ Θεὸς νὰ σὲ φυάῃ ἀπὸ ἔρωτα γριᾶς, ᾽ιατὶ σοῦ κοᾷ ᾽ς τὸ σβέρκο σὰ dὴ μυῖγα ᾽ς τὸ κριὰς Νάξ. (᾽Απύρανθ.) Ὅσου ἀγαπάει ἡ γριὰ τοὺν ἀνήφουρου, ἀγαπάει κ᾽ ἡ νύφ᾽ ᾽ν πιθιρὰ Μακεδ. (Βόιον) || Αἰνίγμ. ᾽Πὸ ᾽δὰ βουνί, ᾽πὸ ᾽κεῖ βουνὶ καὶ μέσα ργὰ ψυχομαχεῖ (τὸ μαγειρικὸν σκεῦος μετὰ τοῦ ἐν αὐτῷ βράζοντος φαγητοῦ) Κύπρ. Γριὰ δὲν εἶναι, καμπούρα ἔχει, ἄντρας δὲν εἶναι, μουστάκι ἔχει, ᾽ς τὸ παράθυρο κάθεται κι ὅλα τὰ προσέχει (ἡ γάττα) Πελοπν. (Τσιτάλ.) Ἕνας ψηλὸς ψηλὸς καλόγερος κιˬ ἀπουπίσω τοὺν λαλεῖ μιˬὰ γριγιˬὰ μὶ τσ᾽ πουλλὲς τσ᾽ τρῦπες (ἡ βελόνη καὶ ἡ δακτυλὴθρα) Λῆμν. Μιˬὰ γριὰ στ᾽ ἄσπρα ντυμέ᾽ | κὶ ᾽ς τὴ μύτ᾽ εἶνι καμέ᾽ (τὸ τσιγάρο) Μακεδ. (Κοζ.) || ᾌσμ. Εἴχανε ρόβι καὶ ψαρὲς ἀπάνω εἰς τσὶ τάβλες καὶ ᾽βάνα καὶ χορεύγανε οἱ κοπελιˬὲς κ᾽ οἱ γράδες (ψαρὲς = εἶδος ψυχανθοῦς ἐδωδίμου, πιθανῶς ἡ ἀφάκη τοῦ Διοσκορίδου) Κρήτ. (Μαλάκ.) Ἀνάθεμα τὰ τέσσερα κιˬ ἀνάθεμα τὰ δέκα κιˬ ἀνάθεμά τονε τὸ νιˬὸ ποὺ πάρῃ γρὰ γυναῖκα αὐτόθ. Γυρίζω κιˬ ἀνατολικὰ καὶ κάνω τὸ σταυρό μου, Θέ μου, καὶ ξέβγαλέ τηνε τούτη τὴ γρά ᾽πὸ bρός μου Κρήτ. (Πεδιάδ.) Ἀνάθεμα τὴ μάννα σου τὴ γραῖ τὴ ζαρωμένη, γιˬὰ δὲ σ᾽ ἀφίνει νὰ σὲ δῶ μιˬὰ μέρα στολισμένη Κρήτ. Ἐγὼ στουπίρω κιˬ ἀπορῶ μὲ τσῆ γριγιˬᾶς τὸ gόλο, δίχως bαρούτι καὶ φωτιˬὰ νὰ κάνῃ τέτο͜ιο βρόdο Ἀντίπαξ Παξ. Γραῖα, γραῖα χόρεψο! | - Γραῖα εἶμαι οὐ πορῶ, σείσκουμαι, λαΐσκουμαι, μαντηλοκρεμίσκουμαι Πόντ (Ὄφ.) Γιˬὰ ᾽δὲ ἡ γραῖβα πῶς μιλᾷ | κ᾽ ᾽ὲν ἐντρέπεται σταλιˬὰ Κάσ. Χόριψι, μουρὴ γριγιˬά, | ᾽ς τοῦ πιδιοῦ μας τὴ χαρὰ (βαυκάλ.) Στερελλ. (Παρνασσ.) Μάννα, μέμ πέψῃς γέροντες, μάννα, μέμ πεψῃς ρκᾶδες, πέντε κορίτιˬα θκιˬάλεξε ταὶ πέψε τα ταί πάσιν Κύπρ. Ἀνεβαίνουν οἱ γριγιˬὲς μὲ τσὶ κόκκινες ποδιˬές, ἀνεβαίνουν οἱ παππάδες μὲ τσὶ κόκκινες λαbάδες, ἀνεβαίνω καὶ ἐγὼ μὲ τὸ κόκκινο ἀβγὸ (παιδικὸν ᾆσμ.) Ἀντίπαξ. Παξ. || Ποίημ. Ξεγύμνωσαν τὰ στήθιˬα του κ ᾽ἐφάνηκε ᾽ς τὸν ἥλιˬο ἀπόκρυφη λαβωματιˬὰ... Πλευρώνουν τὴν κρεμάλα γριὲς ἀρκουδογύφτισσες καὶ μὲ τὰ δοκανίκιˬα τοῦ δέρνουνε τὸ πρόσωπο. Α. Βαλαωρ., Ἔργα 3, 217. β) Κατ᾽ ἐπέκτασιν, ἐπιθετ. ἐπὶ ζῴων καὶ φυτῶν, ὁ γηραιός, ὁ παλαιὸς πολλαχ.: Ἡ προβάτα εἶναι γριὰ Χίος. ᾽Φτούνη ἡ γριὰ προβάτα - φοράδα εἶν᾽ ἕτοιμη γιˬὰ ψόφο Πελοπν. (Γαργαλ.) Ὤ γριά! (προσφώνησις ζευγολάτου πρὸς ἀγελάδα ἢ θῆλυ ἡμίονον) Ἄνδρ. Κρήτ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ἡ κόττα εἶναι γριὰ Κύθν. Σαράκωσε ᾽φτούν᾽ ἡ γριὰ ἀπιδιˬά• εἶναι ντὶπ ἄχρε͜ιαστη Πελοπν. (Γαργαλ.) ᾽Φτούν᾽ ἡ γριὰ βελανιδιˬὰ θέλει πελέκι αὐτόθ. Γρὰ ἐλιˬὰ Κρήτ. Πβ. καὶ Αἰσχ., Ἀγαμ., 295 «γραίας ἐρείκης θωμὸν ἅψαντες πυρὶ» || Φρ. Γριὰ τουρλίδα (= τὸ πτηνὸν χαραδριὸς ὁ ὑέτιος• ἐπὶ γυναικὸς ἀνοήτου) Πέλοπν. (Γαργαλ.) || Παροιμ φρ. Ἡ γριὰ κόττα ἔχει τὸ ζουμὶ (γυνή ὡρίμου ἡλικίας ἔχει πλείονα θέλγητρα ἀπὸ νέαν κόρην) κοιν. (Ἡ γριὰ ἀλουποῦ ᾽ς τὴ bαγίδα δὲ bιˬάνεται (ἐπὶ πολυπείρων διαφευγόντων τὸν κίνδυνον) Ζάκ. Πβ. τὴν ἀρχαίαν παροιμ. «Γέρων ἀλώπηξ οὐχ ἁλίσκεται πάγῃ» Παροιμιογρ. 1, 5 (ἔκδ. E. Leutsch - F. Schneidewin). 2) Ἡ μάμμη, ἡ πενθερὰ ἢ ἡ μήτηρ πολλαχ. καὶ Τσακων. (Μέλαν. Πραστ.): Ποῦ πῆγε σήμερα ἡ γριὰ; (ἡ πενθερὰ) Πελοπν. (Κυνουρ.) Ἁγρία μι ὄκι θέα νι τὰ νύθη (ἡ μητέρα μου δὲν τὴν ἢθελε τη νύφη) Μέλαν. Ἔγραψα ἐδῶ ᾽πα ἕνα γράμμα τσῆ γρίας μου, τσῆ μάννας μου πά ᾽ νὰ πῇ Ζάκ. 3) Ἡ σύζυγος, συνήθως ἀνεξαρτήτως ἡλικίας πολλαχ. καὶ Τσακων. (Πραστ.): Ἡ γριά μου (ἡ σύζυγός μου) πολλαχ. Ἡ γριά μου δὲν ἔφαε φαῒ ἐσήμερα Πελοπν. (Ἀνδρίτσ. Χατζ.) Δύο κουρμουdζελάτσα ἢdανε ὁ γέρο Κουρτσουλιˬᾶνος μὲ τὴ γραῖα του (κουρμουdζελάτσα = ξεροὶ κορμοὶ δένδρων) Πελοπν. (Ξεχώρ.) Παῖξε μας σούστα νὰ χορέψω κ᾽ ἐγὼ μὲ τὴ γραῖ μου (σούστα = εἶδος χοροῦ) Κρήτ. Δὲ μ᾽ ἀφίνει ἡ γριά μου νά ρθοῦ Πελοπν. (Μάν.) Ἔχεις ἐσὺ τώρα τὴ γριά σου κ᾽ ἐξέχασες καὶ τσὶ φίλοι καὶ τὰ ὅα Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ἁ γρία μ᾽ (ἡ σύζυγος μου) Πραστ. Ὄ ᾽ράκατε τὰ γρία μι; (δὲν εἴδατε την σύζυγόν μου;) αὐτόθ. 4) Θῆλυ ἄτομον, οἰκεῖον, ἀνεξαρτήτως ἡλικίας εἰς εἰρωνικήν ἢ θωπευτικην ἔκφρασιν Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Ὦ μάννα! Εἶπα μάθημα κ᾽ ἐρρούφου (εἶπα μάθημα πολὺ γρήγορα, πολύ καλὰ) - bράβο, γριά μου! (λέγεται πρὸς μικρὰν μαθήτριαν) 5) Εἶδος παιδιᾶς Κάρπ. Κεφαλλ. Πελοπν. (Γαργαλ.). Ἐν Καρπάθῳ παίζεται ὑπὸ δύο παίδων, ἐκ τῶν ὁποίων ὁ εἷς ὑποδυόμενος την γραῖαν, κύπτων καὶ στηριζόμενος ἐπὶ ράβδου βαδίζει πρὸς ὑποτιθεμένην ἐκκλησίαν ἢ μοναστήριον. Ὁ ἕτερος, πλησιάζων την γραῖαν καὶ ὑπερνικῶν τὰς ἀντιρρήσεις της, τὴν πείθει νὰ τὸν παραλάβῃ μαζί της. Καθ᾽ ὁδὸν ὅμως, προσποιούμενος ὅτι οὐρεῖ ἢ συμπεριφερόμενος ἄλλως πως, προκαλεῖ τὴν ὀργήν τῆς γραίας, ἥτις καταδιώκει τοῦτον καὶ προσπαθεῖ νὰ τὸν κτυπήσῃ διὰ τῆς ράβδου της. Ἐν Κεφαλληνίᾳ παίζεται ὑπὸ κορασίδων. Μία τούτων προσποιουμένη την χωλὴν γραῖαν μεταβαίνει εἰς τὴν ἐκκλησίαν. Αἱ ἀκολουθοῦσαι συμπαίκτριαι ἐρωτοῦν αὐτήν: - Ποῦ πᾷς γριούλα μου; ᾽Σ τὴν ἐκκλησούλα μου, ἀπαντᾷ ἐκείνη, ν᾽ ἀνάψω τὰ καdήλιˬα μου. - Νά ρτοῦμε καὶ μεῖς; ἐρωτοῦν αἱ ἀκολουθοῦσαι. - Ἐλᾶτε, μὰ φρόνιμα, ἀπαντᾷ. Ἡ γραῖα προσποιεῖται ὅτι ἀνάπτει τὰ κανδήλια καὶ αἱ κορασίδες ὅτι κτυποῦν την καμπάναν. Μετὰ ταῦτα ἀποτεινόμεναι πρὸς τὴν γραῖαν λέγουν: Δῶσε μας ἄρτο καὶ σπερνά. Ὅταν δὲ ἐκείνη δώσῃ εἰς αὐτὰς λίθους καὶ χῶμα, ἀπομακρύνονται φωνάζουσαι ἐμπαικτικῶς Προῦ - προῦ. Ἡ γραῖα καταδιώκει αὐτάς, ἐκείνη δέ, ἥτις θὰ συλληφθῇ, ὑποχρεοῦται νὰ ἀντικαταστήσῃ την γραῖαν καὶ ἡ παιδιὰ συνεχίζεται. 6) Μαγική τελετὴ Θεσσ. Μακεδ. Κατ᾽ αὐτὴν ἐν καιρῷ ξηρασίας κατὰ Μάιον ἢ Ἰούνιον συναθροίζονται ὅλαι αἱ νεάνιδες εἴς τι λιβάδιον, ἐνῷ εἰς ἄλλο συγκεντρώνονται οἱ νέοι καὶ στολίζουν ἐν πλήρει μυστικότητι δύο ἐξ αὐτῶν (ἕνα ἐξ ἑκατέρου φύλου) μὲ ἄνθη, φύλλα καὶ διάφορα χόρτα, ὥστε νὰ καταστοῦν ἀγνώριστοι. Τὸ ζεῦγος τοῦτο καλεῖται «ὁ παπποῦς καὶ ἡ γριὰ». Αἱ δύο ὁμάδες συναντῶνται εἰς ἕν σημεῖον καὶ ἐκεῖθεν περιέρχονται τὸ χωρίον, σταθμεύοντες κατὰ διαστήματα, ὁπότε οἱ μὲν δύο μετημφιεσμένοι χορεύουν, αἱ δὲ νεάνιδες ἀπαγγέλλουν εἰδικὰ ἐπὶ τῇ τελετῇ ἄσματα. 7) Ἀνήρ, ὅστις γυναικείαν περιβολὴν ἐνδεδυμένος, γνέθων καὶ κρατῶν καλάθιον διὰ τὴν ἐν αὐτῷ ἀπόθεσιν τῶν προσφερομένων ᾠῶν, περιέρχεται τὰς οἰκίας τοῦ χωρίου τὸ Σάββατον τῆς Τυροφάγου μετὰ τῶν κουδουνάτων (= μετημφιεσμένων ἀτόμων) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) 8) Τὸ ἕτερον τῶν δύο ὀρθογωνίων παραλληλογράμμων, εἰς τὰ ὁποῖα ὑποδιαιρεῖται τὸ τελευταῖον τμῆμα τοῦ σχήματος, ἐφ᾽ οὗ παίζεται ἡ παιδιὰ ἡ ἔχουσα τὸ ὄνομα καλόγρια ἢ καλογεράκι ἢ κουτσὸ Πελοπν. (Κυνουρ.) β) Συμβολισμὸς νίκης κατὰ τὴν παιδιὰν καλόγερος, κουτσὸ Κρήτ. (Ραμν.): ᾎσμ. Νὰ χαρῇς τὴ μιˬά μου γρά, | νὰ τὴ gάνῃς καλογρὰ (ἀσμάτιον ἀδόμενον εἰς τὸ τέλος τῆς παιδιᾶς) 9) Κατὰ πληθ., αἱ τρεῖς πρῶται, αἱ τρεῖς μέσαι καὶ αἱ τρεῖς τελευταῖαι ἡμέραι τοῦ Μαρτίου, διὰ τὸ εὐμετάβολον τοῦ καιροῦ Ἤπ. Στερελλ. (Φθιῶτ.): Τ᾽ς Δρίμις τ᾽ς λέμι Γριές, τρεῖς - τρεῖς, ἰννιˬὰ Γριές. Φθιῶτ. Πβ. καὶ συνών. φρ. Γριὲς ἡμέρες. Συνών. δρίμες. β) Αἱ τρεῖς τελευταῖαι ἡμέραι τοῦ Μαρτίου Μακεδ. (Φλόρ.) Πέλοπν. (Ἀνδρίτσ. Μηλ.): Φύγαν οἱ γριὲς. Ἔφυγε ὁ χειμῶνας! Φλόρ. || Παροιμ. φρ. Ἐπαρακατούρησαν οἱ γριὲς (ἔβρεξε πολύ...) αὐτόθ. Πβ. την συνών. φρ. οἱ μέρες τῆς γριᾶς. 10) Κύαμοι ἢ ἐρέβινθοι ἀτελῶς βεβρασμένοι καὶ ἔχοντες ὡς ἐκ τούτου φλοιὸν ἐρρυτιδωμένον Λῆμν. (Πλάκ.) Μύκ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Δεσφ. ᾽Ορχομεν.): Ἔχουμι κ᾽τσιˬὰ γρὲς Ὀρχομεν. Μᾶσι κὶ ρῖξ᾽ τις ὄξου τ᾽ς γριὲς, γιˬὰ νὰ βράσουν τὰ ρεβίθιˬα. Αἰτωλ. β) Φασίολοι βεβρασμένοι ἄνευ ἐλαίου ὡς νηστήσιμον ἔδεσμα Θεσσ. (Πήλ.) 11) Ὁ ἐπὶ τοῦ βραζομένου ἢ ψυχομένου γάλακτος σχηματιζόμενος ἐπίπαγος, ἡ γραῦς, διὰ τὴν ὁπ. βλ. Ἡσύχ. «γραῦς• τὸ συναγόμενον καὶ ἐπιπηγνύμενον ἐπάνω, ὅταν γάλα ἔψηται, τοιοῦτον ὑγρόν» Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Ρόδ. Χάλκ. Συνών. ἀνθόγαλα 2, γρίλα 2, καϊμάκι, πέτσα, τσίπα, φλέντζα. 12) Χυλῶδες παρασκεύασμα, εἶδος σούπας, ἢ γλοιῶδες ἐξ ἀλεύρου καὶ γάλακτος, ὀνομασθὲν οὕτω ἐκ τοῦ σχηματιζομένου ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας αὐτοῦ ἐπιπάγου Ἀντίπαρ. Ἀστυπ. Κρήτ. Κύθηρ. Κῶς. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πάρ. Σίφν. Φολέγ.: Ἔλα νὰ σοῦ μαερέψω γριὰ ἀφοῦ εἶσαι κουτσοδόντης Σίφν. Κάμε καμ-μιˬὰ γ-γριὰ ν - νὰ φᾶν dὰ κοπέλ-λιˬα Κῶς. ᾽Πόψε ᾽ὰ κάμω γριὰν αὐτόθ. Διὰ τὴν σημ. πβ. Ἀριστοτ., Περὶ ζῴων γενέσ., 743d7 «τὸ δὲ δέρμα ξηραινομένης τῆς σαρκὸς γίνεται, καθάπερ ἐπὶ τοῖς ἐψήμασιν ἡ καλουμένη γραῦς». β) Ἔδεσμα παρασκευαζόμενον ἐκ ξηροῦ ἄρτου βεβρασμένου ἐντὸς ὕδατος καὶ ἐλαίου Σίφν. 13) Εἶδος πλακοῦντος, ἀζύμου τηγανίτου, μετὰ ἢ ἄνευ μέλιτος ἢ ζαχάρεως Ἁλόνν. Ἄνδρ. Θήρ. Ἴος Ἰων. (Κρήν.) Κύθν. Μύκ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πάρ. Σίφν. Σκίαθ. Σκόπ. Χίος: Θὰ κάμω δύο γριὲς τῶ bαιδιˬῶνε μου νὰ φᾶνε Θήρ. Τότες, τὰ παλαιά, κάνα καbόσες τηγανίτες καὶ τσὶ λέανε γριὲς Κύθν. Ἔλα, ποὺ σοῦ ᾽χω δυˬὸ γριὲς νὰ φᾷς ζεστὲς-ζεστὲς Πάρ. Καbόσες γριὲς ἐκάναμε g᾽ ἐφάαμέ τζι τὸ μεσημέρι καὶ δὲ bεινῶ Ἀπύρανθ. Νὰ σηκωθῇ ἡ μάννα του νὰ τοῦ κάμῃ γριὰ ᾽ς τὸ τηγάνι Σκίαθ. Ὕστιρα ἀπ᾽ τ᾽ς τηγανίτις ρῖξι κὶ καμμιˬὰ γριὰ Ἀλόνν. Συνών. κουταλίδα, λαλαγγίτα, μονογύριστος, τηγανίτα. β) Ὁ τελευταῖος τῶν παρασκευαζομένων ἀζύμων τηγανιτῶν, συνήθως μεγαλύτερος Δ. Κρήτ. γ) Εἶδος τηγανίτου παρασκευασμένου δια τυροῦ ἢ μυζήθρας Ψαρ. δ) Εἶδος τηγανίτου παρασκευασμένου ἐκ χυλοῦ μετὰ σταφίδος Ζάκ. (Μαχαιρᾶδ.) 14) Ἡ δερματικὴ νόσος τῶν βρεφῶν, τὸ μολυσματικὸν κηρίον, ἡ ὁποία ἐκδηλοῦται ὑπὸ μορφὴν δοθιήνων εἰς τὰς ραφὰς τῶν βρεγματικῶν ὀστῶν τοῦ κρανίου Χίος (Πισπιλ.) Συνών. σάγουρο, σαγρί, σάγριο. 15) Νόσος τοῦ μεταξοσκώληκος, ἡ ἀτροφία ἢ πιπερῖτις Δ. Παπάζογλ., Κουκούλ., 42. 16) Εἶδος ἰχθύος τῶν ποταμῶν, μεγέθους μικρᾶς σαρδέλας Πελοπν. (Καλάβρυτ.) 17) Εἶδος ἀμφιβίου πτηνοῦ, λευκοῦ κατά τὴν κοιλίαν καὶ μέλανος εἰς τὴν ράχιν Ἁλόνν. ᾽Οθων. Σκόπ: Στ᾽ κατουχὴ μουναχὰ φάγανι οὑ κόσμους γριές, γιˬατὶ τοὺ κρέας τ᾽ς μυρίζ᾽ ψαρίλα Σκόπ. Οἱ γραῖες ἔχουνε κάτι φτεροῦχες πολὺ μακρυγιˬὲς Ὀθων. 18) Τὸ φυτὸν Ὀποπὰναξ ὁ Ἀνατολικὸς (Opopanax Orientale) τῆς οἰκογενείας τῶν Σκιαδοφόρων (Umbelliferae) Μαθράκ. Συνών. ἀμπελώνα, πολύκαρπο, πυρουστριˬούλα, σκαρφάκι, σταφυλίνακας, σταφυλινάκι. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς τύπ. Γραῖα, Κάρπ. Γριὰ Ἄνδρ. Ἰθάκ. Κυκλ. Σύμ. Φοῦρν. Χίος (Καρδάμ.) Γραῖ Ἰκαρ. Γρὰ Κάρπ. Γριˬὰ Καλὴ Στερελλ. (Αἰτωλ.) Ἡ Γραῖα Στανοῦ Πελόπν. (Μάν.) Ἡ Γρὰ Κερὰ Κρήτ. Ἡ Γρὰ Λυγιˬὰ Κρήτ. Ἡ Γραῖ Λέσκα Κρήτ. Ἡ Γριὰ bούdα Σῦρ. Ἡ Γριὰ Πηγὴ Χίος (Καρδάμ.) Ἡ Πέρα Γρὰ Κρήτ. Ἡ Πῶδε Γρὰ Κρήτ. Ἡ Γριὰ Σπηλιὰ Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ἡ Γριά Φακῆ Πελοπν. (Γύθ. Μάν.) Κάβο δὲ λὰ Γραῖα Κύπρ. Τῆς Γραίας ἡ Μάντρα Χίος Τῆς Γραίας Μαρουδίας Εὔβ. (Κουρ.) Τῆς Γραίας τὸ Μνῆμα Εὔβ. (Πασσᾶ) Τῆς Γραίας Παππαδίας Εὔβ. (Κουρ.) Τῆς Γραίας ἡ Τροῦπα Εὔβ. (Πόκκ.) Τσῆ Γρᾶς ὁ Δέτης Κρήτ. Τσῆ Γρᾶς τὸ Πήδημα Κρητ. Τῆς Γριᾶς ἡ Βρύση Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Τ᾽ς Γριᾶς ἡ Βρύσ᾽ Θεσσ. (Πήλ.) Τῆς Γριᾶς τὸ Διˬάσελλο Πελοπν. (Λαγκάδ.) Τῆς Γριᾶς τὸ Κάτουρο Πελοπν. (Γορτυν. Λαγκάδ.) Τ᾽ς Γριᾶς τοὺ Κάστρου Ἄνδρ. (Κορθ.) Μακεδ. (Σέρρ.) Τῆς Γριᾶς τὸ Μαντρὶ Ἀττικ. Τῆς Γριᾶς τὸ Μνῆμα Ζάκ. (Μαρ.) Πελοπν. (Πάτρ.) Τῆς Γριᾶς τὸ Νερὸν Χίος (Ποταμ.) Τῆς Γριᾶς τὸ Παιδὶν Χίος (Καρδάμ.) Τῆς Γριᾶς τὸ Πανὶ Πελοπν. (Μάν.) Τ᾽ς Γριγιᾶς τὰ Πανιˬὰ Σαμοθρ. Τῆς Γριᾶς τὸ Πήδημα Ἄνδρ. Θάσ. Ἴος Χίος (Καρδάμ.) Τ᾽ς Γριᾶς τοὺ Πήδ᾽μα Μακεδ. Πάρ. Σαμοθρ. Τῆν. (Πύργ.) Τῆς Γριᾶς τὸ Ἀπήδημα Πελοπν. (Αἰγιάλ.) Τὸ Ἀπ-πήημαν τῆς Ρκᾶς Κύπρ. Τῆς Γριᾶς ἡ Πέτρα Πάρ. Τσῆ Γριᾶς τὰ Πλάγιˬα Κρήτ. (Βιάνν.) Τῆς Γριᾶς ἡ Ράχη Πέλοπν. (Ὀλυμπ.) Τῆς Γριᾶς τὰ Ροῦχα Σκῦρ. Τσῆ Γρᾶς ὁ Σκιˬανὸς Κρήτ. (Σέλιν.) Τ᾽ς Γριᾶς Σπηλιˬὰ Ἄνδρ. (Κόρθ.) Γρᾶς Σπηλαιὰ Ἄνδρ. Τῆς Γριᾶς ὁ Σωρὸς Πελοπν. (Ἀρκαδ. Λαγκάδ. Μάν. Μεσσην. Τριφυλ.) Τ᾽ς Γριᾶς τὰ Τζάτζαλα Σαμοθρ. Τ᾽ς Γριᾶς ὁ Φοῦρνος Στερελλ. (Τριχων.) Τῆς Γριᾶς ἡ Σταφίδα Πελοπν. (Γαργαλ.) Τῆς Γριᾶς τὸ Χωράφι Ζάκ. Ἡ λ. καὶ ὡς παρων. ὑπὸ τὸν τύπ. ὁ Βασίλης – Γιάννης κτλ. ἡ Γριὰ Σύρ. κ.ἀ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/