ἀσύρτωτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσύρτωτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀσύρτωτος ἐπίθ. πολλαχ. ἀύρτουτους Μακεδ. (Βογατσ. Χαλκιδ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *συρτωτὸς < συρτώνω.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ κλεισθεὶς μὲ σύρτην, ἐπὶ θύρας ἔνθ’ ἀν.: Ἀσύρτωτη πόρτα πολλαχ. Συνών. ἀμαντάλωτος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/