βιτριόλι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βιτριόλι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βιτριόλι τό, λόγ σύνηθ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ Γαλλ. vitriol.
Σημασιολογία
1) Τὸ θειικὸν ὀξύ. 2) Τὸ ἅλας θειικὸς σίδηρος, εἰδικώτερον πράσινο βιτριόλι, ἡ τῶν ἀρχαίων μελαντηρία. Συνών. καραμπογιˬά, μαυρί. 3) Τὸ ἅλας θειικὸς χαλκός, εἰδικώτερον βιτριόλι μαβί, τὸ ἀρχαῖον χάλκανθον. 4) Ἡ στυπτηρία (ὡς χρήσιμος μετὰ τῶν ἀνωτέρω εἰς τὴν βαφικήν).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA