ἀσύστατος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσύστατος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀσύστατος ἐπίθ. σύνηθ. ἀσύστατους βόρ. ἰδιώμ. ἀσύστατες Σκῦρ. ἀσύστητος σύνηθ. ἀσύσταγος Ἰόνιοι Νῆσ. (Ζάκ. κ.ἀ.) Ἤπ. Κεφαλλ. Κύπρ. Πελοπν. (Γέρμ. Λακων. Μάν.) - Λεξ. Δημητρ. ἀσύσταος Θήρ. Τῆλ. ἀσέσταος Ἰθάκ. ἀσύστακος Κέρκ. ἀνασύσταγος Κεφαλλ. - Λεξ. Μπριγκ. Βλαστ. ἀνεσύσταγος Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ. κ.ἀ.)
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἀσύστατος. Τὸ ἀσύστακος κατ᾿ ἐπίδρασιν τοῦ στέκω.
Σημασιολογία
1) Ὁ μήπω καλῶς συνεστημένος καὶ λειτουργῶν Λεξ. Δημητρ.: Ἀσύσταγη δουλε͜ιά. Συνών. ἄστρωτος 7. 2) Ὁ μὴ συστηθεὶς ὑπό τινος πρός τινα, ἄγνωστος σύνηθ.: Ἔρχομαι - σᾶς μιλῶ ἀσύστητος. Ἦρθε ἀσύστατος νὰ τοῦ δώσω δουλε͜ιά. β) Ὁ ἀνάξιος συστάσεως Ἤπ. 3) Ὁ ἐστερημένος ἀληθείας, ἀναλήθης σύνηθ.: Ἀσύστατα λόγιˬα -πράγματα. 4) Ἀπρεπής, ἄκοσμος πολλαχ.: Τόσο μικρὸ παιδὶ κ᾿ ἔμαθε νὰ λέῃ ἀσύστατα (ἐνν. λόγια) Κύθηρ. Αὐτοὶ λένε ἀσύστατα αὐτόθ. Ἀσύστατα κουνήματα ΚΘεοτόκ. Βιργ. Γεωργ. 15. 5) Ὁ μὴ ἔχων τάξιν εἰς τὰς πράξεις του Κύθηρ. Μακεδ. (Θεσσαλον.) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) κ.ἀ. - Λεξ. Δημητρ.: Ἄξιˬος ᾽ς τὴν τέχνη του, μὰ ἀσύσταγος Λεξ. Δημητρ. Ἀσύστατος καὶ ἀνάλατος Κύθηρ. Γνωμ. Ὁ ἀσύσταγος δὲ χαίρεται οὔτε καλὰ οὔτε πλούτηˬα Λεξ. Δημητρ. Συνών. ἀκατάστατος 1, ἀντάλλαγος 3, ἀντιθ. Ταχτικός. Β) Ὁ μὴ τακτοποιημένος Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Ἀσύστατο σπίτι. 6) Ἀεικίνητος, ζωηρὸς Ζάκ. Ἤπ. (Ζαγόρ.) Κεφαλλ. Πελοπν. (Γέρμ.) Τῆλ.: Παιδάκι ἀνασύσταγο Κεφαλλ. Ἀσύστατου πιδὶ Ζαγόρ. Κατσίκι ἀσύσταγο Γέρμ. Ἐν κάεσαι καὶ σὺ ’ς ἕναν μέρος, ἀσύσταον πρᾶμα; Τῆλ. Δυˬὸ τρία ἀσύσταγα παιδιˬὰ χαλᾶν ὅλη τὴν τάξι Λεξ. Δημητρ. 7) Ἀπειθὴς Κεφαλλ.: Εἶσαι ἀσύσταγο παιδί, δὲν ἀκουρμαίνεσαι κἀνένανε! 8) Ἀκόρεστος, ἄπληστος Ἰόνιοι Νῆσ. Πελοπν. (Λακων.): Παροιμ. φρ. Ἀσύσταγος ὁ ἀχόρταγος (οὐδέποτε ὁ ἄπληστος χορταίνει) Ἰόνιοι Νῆσ. Συνών. ἀχόρταστος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA