ἀσυχασιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσυχασιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀσυχασιˬὰ ἡ. πολλαχ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀσύχαστος. Διὰ τὸν σχηματισμὸν πβ. ἀ- στερητ. 1 β.
Σημασιολογία
Ἔλλειψις ἡσυχίας, ἀναπαύσεως, διαρκὴς ἀνησυχία.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA