ἀσύχαστα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσύχαστα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀσύχαστα ἐπίρρ. σύνηθ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀσύχαστος.
Σημασιολογία
1) Χωρὶς ἡσυχίαν, χωρὶς ἀνάπαυσιν σύνηθ.: Δουλεύει - ἀγωνίζεται ἀσύχαστα. 2) Ἀδιακόπως σύνηθ.: Κλαίει ὧρες ἀσύχαστα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA