γριάτικος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γριάτικος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γριάτικος ἐπίθ. ἐνιαχ. γραΐτ᾽κους Μακεδ. (Ἀηδονοχ. Βέρ.) γριάτ᾽κους Στερελλ. (Περίστ.) γριγιάτ᾽κους Λέσβ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γριὰ καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -άτικος.
Σημασιολογία
Α) Ἐπιθετικ., γριάδικος 1, τὸ ὁπ. βλ., ἔνθα καὶ συνών., Λέσβ. Μακεδ. (Ἀηδονοχ. Βέρ.): Γριγιάτ᾽κα καμώματα Λέσβ. Β) Οὐσ. 1) Γεροντικὴ ἰδιοτροπία Στερελλ. (Περίστ.): Ἅμα μὶ πιάσ᾽ τοὺ γριάτ᾽κου μ᾽, φεῦγα μακριά, γιατὶ πᾶς χαημένους. 2) Ἡ ἀγροτικὴ σύνταξις Στερελλ. (Περίστ.) Αὐτείνου τοὺ μῆνα δὲν πήραμι γριάτ᾽κου. Συνών. γεροντικὸς Β3 στ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA