γριβιˬὰς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γριβιˬὰς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γριβιˬὰς ὁ, Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀρτοτ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γρίβας καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ιˬάς.

Σημασιολογία

Γρίβας 1, τὸ ὁπ. βλ., ἔνθ᾽ ἀν.: Αὐτὸς ἡ γριβιˬὰς ἦταν ἕνα ἄλουγου κὶ βόσκαϊ πινήντα ᾽βάδιˬα μαναχό τ᾽ Στερελλ. (Ἀρτοτ.) || ᾎσμ. Κανεὶς δὲν ἀποκρίθηκε ἀπ᾽ ὅλους ᾽κε͜ιοὺς τοὺς φάρους κ᾽ ἕνας γριβιˬάς, παλιουγριβιˬάς, σαρανταπληγιˬασμένους - Ἰγὼ εἶμ᾽ ἄξιους κιˬ ἀγλήγουρους ᾽ς τὴν ὥρα νὰ σὶ πάου, νὰ μ᾽ ἀβγατίσῃς τὴν ταὴ σαράντα πέντι χοῦφτις Στερελλ. (Αἰτωλ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/