ἀσφάλιστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσφάλιστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀσφάλιστος ἐπίθ. (ΙΙ) σύνηθ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. *ἀσφαλιστὸς < ἀσφαλίζω τοῦ ἀρκτικοῦ α προσλαβόντος διὰ τῆς προπαροξυτονίας σημασίαν στερητικὴν.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ ἀσφαλισθείς: Ἔχει τὸ μαγαζί του – τὸ σπίτι του ἀσφάλιστο. Ἡ περιουσία του ἦταν ἀσφάλιστη καὶ καταστράφηκε.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA