ἄσφαλτα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄσφαλτα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἄσφαλτα ἐπίρρ. πολλαχ. ἄσφαρτα Κρήτ. ἄσφελτα Κρήτ. ἄσφαλα ΒΡώτας ἐν Ἀνθολ. ΗἈποστολίδ. 386 - Λεξ. Βλαστ. Δημητρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄσφαλτος. Ἡ λ. καὶ ἐν Ἐρωτοκρ.
Σημασιολογία
1) Ἄνευ σφάλματος, ὀρθῶς, ἐπιτυχῶς σύνηθ.: Φτάνει ἄσφαλτα ᾿ς τὸ σκοπό του πολλαχ. || ᾎσμ. Δεdροῦ νὰ βροῦμε κορυφὴ νὰ βάλωμε σημάδι, νὰ δείξωμε πῶς ἄσφαλτα ἡ bάλλα μας πηγαίνει Κρήτ.-Ποίημ. Ἐγὼ ναὸς κ᾿ ἐσὺ κολῶνα ποῦ μὲ βαστᾷς καμαρωτό, καράβι ἐγὼ κ᾿ ἐσὺ ἡ βελόνα ποῦ ἄσφαλα βγαίνεις σὲ καλὸ ΒΡώτας ἔνθ’ ἀν. 2) Ἀσφαλῶς, βεβαίως, ἐξ ἅπαντος πολλαχ.: Ὅπως πάς ἄσφαλτα θὰ πέσῃς ἔξω. Ἄσφαλτα θά ’ρτω αὔριο πολλαχ. Ἀπὸ τὸν καηˬμό σου θὰ χτικιˬάσῃς ἄσφαλτα ΚΘεοτόκ. Καραβέλ. 147 Ἀφίνοντας κατὰ μέρος τὲς ἀνήσυχες ἰδέες ποῦ ἄσφαλτα θὰ τὸν ἐζημίωναν ΚΘεοτόκ. Οἱ σκλάβ. 32 || Ποίημ. Καὶ τὰ παιδιˬὰ ποῦ λείπουνε ὡς αὔριο θὰ φτάσουν, θὰ τά ᾿κλεισε ἄσφαλτα ἡ χιˬονιˬὰ μέσα ’ς τὸ μοναστήρι ΑΒαλαωρ. Ἔργα 3,367.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA