ἀσφοδέλι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσφοδέλι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀσφοδέλι τό, πολλαχ. ᾽σφοδέλι ΠΒλαστ Ἀργὼ 194 ἀσφοδίλι ΛΜαβίλ. ἐν Ἀνθολ. ΗἈποστολίδ. 207 - Λεξ. Δημητρ. ἀσποδρίλι Χίος ᾽σποδρίλι Χίος ᾿σπορδίλι Χίος ᾽σφερδούκλι Πελοπν. (Λάστ. Τριφυλ.) - Λεξ. Πρω. ᾽σφεδούκλι Πελοπν. (Αἴγ.) ἀσφερδούγλι Κεφαλλ. ᾿σφερδούγλι Κεφαλλ. ᾿σφερδούgλι Κεφαλλ. ᾿σφουρδούκ’ Θρᾴκ. (Μάδυτ.) ᾿σφουρδού’ Θρᾴκ. (Αἶν.) ἀσπερδούκλι Πελοπν. (Μάν.) ᾿σπερδούκλι Εὔβ. (Κῦμ.) Ἰθάκ. Πελοπν. (Λακων.) Χίος ᾿σπιρδούκ’ Σάμ. Σκόπ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀσφόδελος κατὰ τύπ. ὑποκορ.
Σημασιολογία
Τὸ φυτὸν ἀσφόδελος 1, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν.: Ποιήμ. ...Ἐγὼ κ᾽ ἡ ἀγάπη μου ποθοῦμε νὰ πᾶμε ᾿κεῖ ποῦ ἀνθίζουν τ’ ἀσφοδέλιˬα ΜΤσιριμώκ. Ὧρες δειλιν. 74 Διˬαβαίνοντας λιβάδιˬα ἀπὸ ἀσφοδίλι ΛΜαβίλ. ἔνθ’ ἀν. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. ’ς τοῦ Ἀσπορδίλη καὶ ὡς τοπων. Χίος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA