βλαβερὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βλαβερὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
βλαβερὸς ἐπίθ. κοιν. καὶ Πόντ. (Οἰν. Τραπ.) βλαβερὲ Τσακων. βλαερὸς Κύπρ. φλαβερὸς Κύπρ. φλαβιρὸς Μακεδ. (Βελβ.)
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. βλαβερός.
Σημασιολογία
1) Ὁ προξενῶν βλάβην σύνηθ. καὶ Πόντ.(Οἰν. Τραπ.) Τσακων.: Ζῷα-φαγητὰ βλαβερὰ κοιν. 2) 'Ο ἔχων τέλματα, ἑλώδης Κρήτ.: Βλαβερὸς τόπος. Πβ. βλαβερότοπος 1, βλαβότοπος. 3) Ὁ συχναζόμενος ἀπὸ νεράιδες ἢ ἄλλα κακοποιὰ πνεύματα Θήρ. Κρήτ.: Τὰ τρίστρατα εἶναι βλαβερὰ Θήρ. Πβ. βλαβερότοπος 2. 4) ᾽Επικίνδυνος Κύπρ.: Μαχαιρκὲς βλαβερές. Ἡ σημ. καὶ ἐν Ἐρωτοκρ. Β 1395 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.) «πιάνουν κοντάρια πλεὰ βαρὰ ὀγιὰ νὰ δευτερώσου | ᾽ς τόπο ποῦ νά ’ναι βλαβερὸς πάσκουν κ’ οἱ δυὸ νὰ δώσου». 5) Σφόδρα θερμός, λίαν καυστικὸς Κύπρ.: ᾏσμ. Θεὲ τ’ ἂν εἶμαι πλάσμαν σου, Χριστὲ ταί ᾿πόκουσε μου ταὶ κάμε μιὰν πυρὰν μιτσὰν ταὶ μιˬὰν πυρὰν μεάλην ταὶ μιˬὰν σταλαύραν βλαερὴν ποῦ νὰ τσακροῦν οἱ πέτρες (σταλαύραν=μεγάλην ζέστην). 6) Τρελλὸς Εὔβ (Κουρ.): Ἔλα πάψε, βρὲ βλαβερέ. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. Φλαβιρὴ καὶ ὡς παρωνύμ. ἀνδρὸς Μακεδ. (Βελβ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA