γριζέα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γριζέα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γριζέα ἡ, Πόντ. (Ἀργυρόπ. Ἴμερ. Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ.) γριντζέα Πόντ. (Χαλδ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. γριζεύω. Διὰ τὴν παραγωγὴν βλ. Α. Παπαδοπ., Γραμμ. Ποντ. Διαλ., 131.

Σημασιολογία

1) Ἐκχέρσωσις ἐδάφους διὰ νὰ γίνῃ τοῦτο καλλιεργήσιμον ἔνθ᾽ ἀν.: Πάγω ᾽ς σὴ γριζέαν (πηγαίνω διὰ νὰ ἐκχερσώσω ἀγρὸν) Πόντ. (Τραπ.) Εὐτγω γριζέαν (ἐκχερσῶ ἀγρὸν) αὐτόθ. || ᾎσμ. Ἐπέρα γριζομάκελλον, ἐχπάστα ᾽ς σὴν γριζέαν (ἐπῆρα μάκελλαν, σκαπάνην, ἐξεκίνησα δι᾽ ἐκχέρσωσιν ἀγροῦ) Πόντ. (Τραπ.) Συνών. γρίζεμαν. 2) Ἀγρὸς ἐκχερσωμένος Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.) 3) Χέρσον ἔδαφος Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/