γριζεύω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γριζεύω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γριζεύω Πόντ. (Ἀργυρόπ. Ἴμερ. Κερασ. Ματζούκ. Ὄφ. Σάντ. Σταυρ. Τραπ. Χαλδ.) γριντζεύω Πόντ. (Χαλδ.) γριζεύω Πόντ. (Τραπ.) γουρζεύω Πόντ. (Τραπ.)

Ετυμολογία

Κατὰ Γ. Χατζιδ., ΜΝΕ 1, 268 ἐκ τοῦ ἐπιθ, ἔκριζος, κατὰ δὲ Ἄνθ. Παπαδόπ., Λεξικογρ. Δελτ. Ἀκαδ. Ἀθην., 1 (1939), 14, ἐκ τοῦ παλαιοῦ ἀμαρτ. ρ. ἐκριζεύω.

Σημασιολογία

1) Ἐκχερσώνω τὸ ἔδαφος διὰ βαθείας σκαφῆς ἀφαιρῶν πέτρας καὶ θάμνους διὰ νὰ γίνῃ ἀγρὸς κατάλληλος πρὸς σπορὰν ἔνθ᾽ ἀν.: Ἐγρίζεψα εἱνὸς κοτοῦ τόπον (ἐξεχέρσωσα ἑνὸς μοδίου ἔδαφος, ἔκτασιν, εἰς τὴν ὁποίαν δυνάμεθα νὰ σπείρωμεν δέκα ὀκάδας σπόρου) Πόντ. (Σταυρ.) Ἐγρίντζεψα τὴν γριντζέαν (ἐξεχέρσωσα τὸ χέρσον) Πόντ. (Χαλδ.) || Παροιμ. Ἄρκον ᾽ς σὰ ξύλα ἔστειλαν κ᾽ ἐγρίζεψεν τὸ δάσος (τὴν ἀρκούδα ἔστειλαν εἰς τὰ ξύλα καὶ ἐξερρίζωσε τὸ δάσος• ἐπὶ ἀνοήτου, ὁ ὁποῖος λαβὼν ἐντολὴν νὰ φέρῃ τι παραλαμβάνει πᾶν τὸ προστυχὸν ἢ ἐπὶ τοῦ διὰ μικρὰν ἐργασίαν προκαλοῦντος μεγάλην ζημίαν) Πόντ. (Τραπ.) Συνών. ἀπογριζεύω. 2) Ἀνασκάπτω βαθέως τὸ ἔδαφος Πόντ. (Κερασ. Σταυρ. Τραπ. Χαλδ.): Ἐγρίζεψα τὸ κεπὶν (ἀνέσκαψα τὸν κῆπον) Σταυρ. Γριζεύω τῆ χωραφί᾽ τ᾽ ἀπαμμερέαν (ἀνασκάπτω τοῦ χωραφιοῦ τὸ ἐπάνω μέρος) Χαλδ. Ἐγριζεύτεν καλὰ τὸ μέρος ἐκεῖνο αὐτόθ. Χωράφ᾽ γριζεμένον (χωράφι ἀνεσκαμμένον) αὐτόθ. || ᾎσμ. Ἐλίχτρεψα κ᾽ ἐγρίζεψα καὶ τὴν ἀγάπη μ᾽ εὗρα κ᾽ ἐχάλασα κ᾽ ἐπίασ᾽ ἀτεν ἀς τὰ λεγνὰ τὰ μέσα (ἐλίχτρεψα = ἐσκάλισα) Κερασ. Τραπ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/