ἀσφόδελος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσφόδελος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀσφόδελος ὁ, ἀμάρτ. ἀσφοδελὸς Λεξ. Δημητρ. ἀσφόντιλος ΠΓεννάδ. 157 - Λεξ. Δημητρ. ἀσφόδελας ἀγν. τόπ. ἀσφόντιλας Ἀμοργ. Ρόδ. ἀσφέdιλος Κρήτ. ἀσφέρδουγλας Κεφαλλ. ᾽σφέρδουγλας Κεφαλλ. ἀσφέρδουgλας ΠΓενναδ. 157 ἀσφέρδουκλας Κέρκ. - Λεξ. Πρω. ’σφέρδουκλας ΠΓεννάδ. 157 - Λεξ. Πρω. ᾽σφούρδουκλας Ρόδ. ᾿σβούρδουκλος Προπ. (Ἀρτάκ.) ἀσφέdριλας Μύκ. ἀσπόδελος Κῶς ἀσπόδιλας Θρᾴκ. ἀσπόιλ-λας Κάλυμν. Κῶς ἀσπόρδουλας Λεσβ. Λῆμν. ἀσπόρδιλας Λέσβ. Ρόδ. Χίος ἀσπόρdιλας Ρόδ. ἀσπόρdιλ-λdας Ρόδ. (Σάλακ.) ἀσπούρδουλας Λέσβ. ’σπούρδουκλας ΠΓεννάδ. 157 ἀσπουουδούλους Σαμοθρ. ’σπούρτελος Κύπρ. (Γερμασ. κ.ἀ.) ἀσπόφιλας Ἰκαρ. ἀσπόθιλ-λας Ἰκαρ. Πατμ. Τῆλ. ἀσπέτιλος Κάρπ. Τῆν. ἀσπίδελας Σῦρ. ἀσπί’δας Ἴμβρ. ἀσπέρδουκλας Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ.) Κύθηρ. Παξ. ἀσπέρτιλλdας Ρόδ. (Ἀπολακ.) ἀσπίρτιλ-λdας Ρόδ. ’σπέρδουκλας Κέρκ. ἀσπέρδουgλας Ἰθάκ. ᾽σπουρτούλα ἡ, ΠΓεννάδ. 157 ‘σπουδέḍḍα Καλαβρ. (Μπόβ. Χωρίο Βουν.) ἀσπερδούκλα Λεξ. ΜἘγκυκλ. ᾿σπερδούκλα Ἀττικ. Κέρκ. ΠΓεννάδ.157 ᾽σπουρδάκιλα Πελοπν. (Λακων.) ἀσπουρδίκλα Πελοπον. (Λακων.) ’σπουρδακίλα ΠΓεννάδ. 157.

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἀσφόδελος, παρ’ ὃ καὶ ᾿σφόδελος.

Σημασιολογία

Τὰ ἑξῆς φυτὰ τῆς τάξεως τῶν λειριοειδῶν (liliaceae) 1) Τὸ φυτὸν ἀσφόδελος ὁ μικρόκαρπος (asphodelus microcarpus) τοῦ γένους τοῦ ἀσφοδέλου (asphodelus) ἔνθ’ ἀν.: Φρ. Σὰν ἀσφέdριλας εἶναι (πολὺ ἰσχνὸς) Μύκ. Συνών. ἀβούδιˬακας, ἀσφοδέλι, ἀσφοδελίτσι. 2) Τὸ ὀρνιθόγαλον τοῦ Διοσκορ. Περὶ ὕλης ἰατρικ. 2, 173 (ἔκδ. Κuhn σ. 285) τοῦ γένους τοῦ ὀρνιθογάλου (ornithogalum), ἤτοι ὀρνιθόγαλον τὸ ναρβονικὸν (ornithogalum narbonensis), συνών. ἀγριόσκιλλα, καὶ ὀρνιθόγαλον τὸ σκιαδοφόρον (ornithogalum umbellatum), συνών. ἀγριόκρινος Β 3.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/