γριιδάκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γριιδάκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γριιδάκι τό, Νάξ. (Ἀπύρανθ.) γριδάκι Σύμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γριίδι ὡς ὑποκορ.
Σημασιολογία
1) Ἡ γριά, ἡ μικρόσωμος γριὰ ἔνθ᾽ ἀν.: Ξάνοιξε ᾽να γριιδάκι κ᾽ ἕνα ᾽εροντάκι, μὰ λὲς κιˬ ἀdρόυνα κ᾽ εἶναι Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ἕνα ζαρωμένο γριιδάκι εἶναι αὐτόθ. Συνών. γριίδι 1. 2) Θωπευτικὴ προσφώνησις διὰ πρόσωπον οἰκεῖον Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Γριιδάκι μου! Φέρε μου τὰ ρουχαάκιˬα σου, μωρό μου, νὰ σὲ dύσω. Σώπα, μὴ gλαῖς, σώπα νὰ χαρῶ τὸ γριιδάκι μου. Συνών. γριὰ 4. 3) Εἶδος τηγανίτου ἄρτου Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Μικρὰ γριιδάκια μ᾽ ἀρέσει νὰ τὰ κάνω. Συνών. γριὰ 13, γριίδι 3.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA