ἀσφουγγάριστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσφουγγάριστος

Τύπος

Λήμμα

Τυπολογία

ἀσφουγγάριστος σύνηθ. ἀσφουgάριστος πολλαχ. βόρ. ἰδιώμ. . ἀσφουgάρ’στους πολλαχ. βορ. ἰδιωμ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *σφουγγαριστὸς < σφουγγαρίζω.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ καθαρισθεὶς δι᾿ ὕδατος καὶ σπόγγου ἢ ψήκτρας ἔνθ’ ἀν.: Ἀσφουγγάριστη σκάλα. Ἀσφουγγάριστο πάτωμα - σπίτι κττ. Ἀσφουγγάριστο μάρμαρο - τραπέζι κττ. σύνηθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/