ἀσφούγγιστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσφούγγιστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀσφούγγιστος ἐπίθ. ἀσπόγγιστος Λεξ. ΜἘγκυκλ. ἀσπούγγιστος Πόντ. (Τραπ.) ἀσπόγγιγος Πόντ. (Σάντ. Χαλδ.) ἀσπούγγιγος Πόντ. (Τραπ.) ἀσπούντιγος Πόντ. (Ὄφ.) ἀσφόγγιστος Ρόδ. - Λεξ. ΜἘγκυκλ. Πρω. Δημητρ. ἀσφούγγιστος πολλαχ. ἀσφούgιστος πολλαχ. ἀσφούκ’στους Ἴμβρ. ἀσφόγγιχτος Πόντ. (Οἰν.) - Λεξ. ΜἘγκυκλ. Πρω. ἀσφούγγιχτος Πελοπν. (Μάν.) - Λεξ͵. Πρω. ἀσπούγγιστους Εὔβ. (Στρόπον.) ἀσφούγγιγος Πελοπν. (Μαν.) - Λεξ. Δημ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *σφουγγιστὸς < σφουγγίζω.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ ἀπομαχθείς, ὁ μὴ καθαρισθεὶς ἔνθ. ἀν.: Ἀσφούγγιστα μαχαιροπήρουνα - πιάττα κττ. Ἀσφούγγιστα δάκρυα. Χέριˬα ἀσφούγγιστα πολλαχ. Τὸ παιδὶν ἀσπούγγιγον ἔν᾽ Τραπ. Ἐνίφτα καὶ ἀκόμαν ἀσπούγγιγος εἶμαι αὐτόθ. Ἀσπούντιγο ἔν᾽ ὁ πρόσωπο μ᾽ Ὄφ. Συνών. ἀσκούπιστος 3. 2) Ὁ μὴ καθαρισθεὶς διὰ σαρώθρου, ἀσάρωτος Πόντ. (Χαλδ.): Ἐφέκεν τ᾽ ὁσπίτ’ ἀσπόγγιγον. Συνών. ἀπαράσυρτος, ἀπόσυρτος 1, ἀσάρωτος, ἀσκούπιστος 1, ἄσυρτος Α 2, ἀφροκάλητος. 3) Ἐπὶ φούρνου, ὁ μὴ καθαρισθεὶς ἀπὸ τοὺς ἄμθρακας πρὸς ἐναπόθεσιν τῶν ἄρτων Ἴμβρ.: Ἔχου ἀκόμα dοὺ φούρνου ἀσφούκ’στου. Συνών. ἀπάννιαστος 1, ἀπάννιστος 3.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/