γριίλα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γριίλα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γριίλα ἡ, ἀμάρτ. γρίλα Ἰθάκ. Κεφαλλ. - Α. Λασκαράτ., Λύχν., 47 - Λεξ. Δημητρ. γρίλ-λα Μεγίστ. δρίλ-λα Κάρπ. (Ἔλυμπ. κ.ἀ.) δρίλ-λdα Κάρπ. (Ἀπέρ.) Πληθ. γρίλιˬα τά, Ἤπ. (Πλατανοῦσ.)

Ετυμολογία

Πιθανὸν ἐκ τοῦ οὐσ. γριὰ καὶ τῆς καταλ. -ίλα. Ὁ τ. δρίλ-λα μὲ τροπὴν τοῦ γ εἰς δ, διὰ τὴν ὁπ. βλ. Χ. Παντελίδ., Φωνητ., 37.

Σημασιολογία

1) Ἡ ρυτὶς Ἰθάκ. Κεφαλλ. - Α. Λασκαρᾶτ., ἔνθ᾿ ἀν. - Λεξ. Δημητρ.: Ὁ λαιμός του εἶναι γρίλ-λες-γρίλ-λες Μεγίστ. Ἡ ψυχὴ ἀπόχτησε ἠθικὲς παρασαρκίδες, ἠθικὲς γρίλες καὶ ἀνομοιότητες Α. Λασκαρᾶτ., ἔνθ᾽ ἀν. Συνών. ζάρα, σούφρα. 2) Τὸ μετὰ τὴν βράσιν τοῦ γάλακτος σχηματιζόμενον ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας αὐτοῦ πῖαρ Κάρπ. (᾽Απέρ. Ἔλυμπ. κ.ἀ.): Τάραξε τὴ δρίλ-λα μὲ τὸ ᾽άλα Κάρπ. Συνών. ἄμυλο 2, ἀνθόγαλα 2, ἄνθος 2, ἀφρόγαλα 1, γριὰ 11, καϊμάκι, πέτσα, τσίπα, φλέντζα. 3) Φασίολοι ἀτελῶς βεβρασμένοι Ἤπ. Πλατανοῦσ. Συνών. γριὰ 10, γριαδάκι 2, γριίτσα 4.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/