γριιλιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γριιλιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γριιλιˬάζω ἀμαρτ. γριλιˬάζω Εὔβ. Ἰθάκ. Κεφαλλ. Πελοπν. (Κυνουρ.) - Λεξ. Δημητρ. γριλιˬάζου Ἤπ. (Πλατανοῦσ.) Σάμ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γριίλα.

Σημασιολογία

1) Ρυτιδοῦμαι, κάνω πτυχὰς Εὔβ. Ἰθάκ. Κεφαλλ. - Λεξ. Δημητρ.: Τὸ κούτελό σου γριλιˬάζει, καθὼς μιλεῖς Κεφαλλ. Εἶναι παραδουλεμένος καὶ γρίλιˬασε ἀνώρου (= προώρως) ᾽Ιθάκ. Σὲ γρίλιˬασαν τὰ γηρατε͜ιά αὐτόθ. Στέγνωσαν τὰ νερὰ καὶ γρίλιˬασε τὸ χωράφι Λεξ. Δημητρ. Μὲ τὸ πρωινὸ ἀγέρι γρίλιˬαζαν τὰ νερὰ τῆς λίμνης αὐτόθ. 2) Ρυτιδοῦμαι, σουφρώνω λόγῳ βρασμοῦ καὶ κατ᾿ ἐπέκτασιν βράζω Ἤπ. (Πλατανοῦσ.) Πελοπν. (Κυνουρ.) Σάμ.: Δὲ γρίλιˬασι τὸ κρέας Σάμ. Γκιˬόσα ἦταν, παιδάκι μου, καὶ γιˬὰ τοῦτο δὲν ἐγρίλιˬασε ἀκόμη Κυνουρ. Συνών. ζαρώνω, σουφρώνω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/