ἀσφράγιστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσφράγιστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀσφράγιστος ἐπίθ. λόγ. σύνηθ. ἀσφράιστος ἐνιαχ.
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. ἐπίθ. ἀσφράγιστος.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ ἔχων σφραγῖδα, ὁ μὴ σφραγισμένος ἔνθ. ἀν.: Ἔγγραφο ἀσφράγιστο. Πρόσφορο ἀσφράγιστο σύνηθ.: 2) Ὁ μὴ κεκλεισμένος μὲ σφραγῖδα, ἀνοικτὸς ἔνθ’ ἀν.: Γράμμα - δέμα - φάκελο ἀσφράγιστο. Ἀσφράγιστο κουτὶ -μπουκάλι κττ. σύνηθ. Συνών. ἀβούλλωτος 2. 3) Ὁ μὴ ἐμφραχθεὶς διὰ στερεοῦ μίγματος, ἐπὶ ἐφθαρμένου ὀδόντος σύνηθ.: Δόντι ἀσφράγιστο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA