ἀσφυξία
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσφυξία
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀσφυξία ἡ, λόγ. σύνηθ.
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. οὐσ. ἀσφυξία.
Σημασιολογία
1) Ἡ παῦσις τῆς λειτουργίας τῆς ἀναπνοῆς δι᾽ ἔλλειψιν ὀξυγόνου, περίσσειαν ἀνθρακικοῦ ὀξέος ἢ τοξικῶν ἀερίων ἢ δι᾽ ἔμφραξιν τῶν ἀναπνευστικῶν ὀργάνων σύνηθ.: Ὁ δεῖνα ἔπαθε - πέθανε ἀπὸ ἀσφυξία. 2) Στενοχωρία ἐκ συνωστισμοῦ εἰς κλειστὸν χῶρον σύνηθ.: Μᾶς ἔπιˬασε ἀσφυξία ἐδῶ μέσα. Ἦταν κόσμος πολύς, ἀσφυξία.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA