γριίτσα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γριίτσα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γριίτσα ἡ, γραιίτσα Εὔβ. (Κονίστρ.) Μέγαρ. Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) γριίτσα Ἀττικ. Βιθυν. (Τρίγλ.) Εὔβ. (Ὄρ.) Θρᾴκ. (Τσανδ. Τσόρλ.) Σάμ. (Μαυραντζ.) Στερελλ. (Ἅγιος Κωνσταντ.) - Σ. Σκίπ., Ἀπέθαντ., 45 - Λεξ. Βυζ. Περίδ. Δημητρ. γριγίτσα Βιθυν. (Κατιρ.) γρgίτσα Ρόδ. γρίτσα Ἁλόνν. Εὔβ. (Αἰδηψ. Ἱστ. Κάρυστ. Στρόπον. Ψαχν.) Θεσσ. (Κρυόβρ. Πήλ. Συκαμν.) Ἰθάκ. Πελοπν. (Ἀνδρίτσ. Καλάβρυτ. Κοντογόν. Μάν. Μεσσην. Ξεχώρ. Παππούλ. Τριφυλ. Χατζ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Καλοσκοπ. Τριχων.) Χάλκ.- Α. Πάλλη, Ταμπουρ. καὶ Κόπαν., 103. Γ. Ψυχάρ., Ἁγνὴ 2, 131 Π. Βλαστ. Ἀργώ, 209. Α. Μωραϊτίδ., Διηγ. 3, 85-Λεξ. Πρω.) Δημητρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γριὰ ὡς ὑποκορ. διὰ τῆς καταλ. -ίτσα.
Σημασιολογία
1) Μικρόσωμος γραῖα Ἁλόνν. Βιθυν. (Κατιρ.) Θεσσ. (Κρυόβρ. Πήλ. Συκαμν.) Θρᾴκ. (Τσανδ. Τσόρλ.) Μέγαρ. Πελοπν. (Ἀνδρὶτσ. Καλάβρυτ. Κοντογόν. Μάν. Μεσσην. Ξεχώρ. Παππούλ. Τριφυλ. Χατζ.) Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Ρόδ. Σάμ. (Μαυραντζ.) Στερελλ. (Ἅγιος Κωνσταντ.) Χάλκ. - Γ. Ψυχάρ., ἔνθ᾿ ἀν. Σ. Σκίπης, ἔνθ᾿ ἀν. Π. Βλαστ., ἔνθ᾽ ἀν. - Λεξ. Περίδ. Βυζ. Πρω. Δημητρ.: Τὴν κακομοῖρα τὴ γρίτσα ἔπεσε καὶ τσακίστηκε Ἀνδρίτσ. Παππούλ. Χατζ. Ἔχω ᾽γὼ δύο γρίτσες, τὴ μάννα μου καὶ τὴν πεθερά μου Κοντογόν. Εἵνας γραιίτσα στέκ᾿ ἔξ᾿ μερέαν καὶ τουντουνίζ᾿ ἀς σόγ κρύον (τουντουνίζ᾽ = τρέμει ὑπερβολικὰ) Χαλδ. Πέρασε ἕνας γεροντάκος μὲ τὰ γένιˬα τ᾿, περνάει κ᾿ ἡ γριίτσα καὶ τὴν λέγ᾿ Τσόρλ. Εἶχε μιˬὰ γρgίτσα κ᾿ ἔξερεμ πολλὰ παραμύθιˬα Ρόδ. Πιˬάσ᾿ τὴ γρίτσα ἀπ᾽ τοὺ χιρά᾿ Ἁλόνν. || ᾌσμ. Πῶς νὰ πῶ τὴ γρίτσα μου κὶ τὴν παλιˬουπιθιρίτσα μου Κρυόβρ. Ντάινα, ντάινα ντίτσα πέθανε μιˬὰ γρίτσα (παιδικὸν ταχτάρισμα) Πήλ. || Ποιήμ. Στερνὰ τὰ ξόρκιˬα, ᾿ποὺ Ζακυνθινιˬὰ μιˬὰ γριίτσα μοῦ εἶχε μάθει, μέσα ᾿ς τὴ νύχτα τὴν ἀφώτιστη ἀπὸ τῆς μνήμης ξέθαψα τὰ βάθη Σ. Σκίπ., ἔνθ᾿ ἀν. Ὦ θάλασσα, γιˬατί, καλή, μᾶς στέκεις μαραμένη, σὰ γρίτσα πιˬὰ ποὺ ξέχασε καὶ γέλιˬα καὶ παιχνίδια; Λ. Πάλλης, ἔνθ᾿ ἀν. 2) Ἄζυμος τηγανίτης ἄρτος διαφόρων μεγεθῶν τρωγόμενος μετὰ μέλιτος Εὔβ. (Κονίστρ.) Ἰθάκ. - Α. Μωραϊτίδ., ἔνθ᾿ ἀν.: Τί μαgουφιˬὰ νὰ φᾶτε ἀπόψε, μιˬὰ ἁπλοχεριˬά ἀλεύρι μὄμεινε νὰ σᾶς κάμω γρίτσα Ἰθάκ. Δὲ δούλεψες καλὰ τὴ γρίτσα μὲ dὸ κόφτη κ᾽ ἔπιˬασε κουλουbάριˬα (= σχημάτισε βώλους, ἔπηξε) αὐτόθ. Καὶ οὔτε ἀνασασμὸν δὲν ἔπαιρνον αἱ νεαραὶ γυναῖκες, πολλαὶ αὐτῶν καθ᾿ ὁδὸν τρώγουσαι τὰ σῦκα των ἢ τὴν γρίτσαν - τὴν μεγάλην τηγανίταν - ἠλειμμένην μὲ πετιμέζιον, ἵνα μὴ χάσωσι καιρὸν Α. Μωραϊτίδ., ἔνθ᾽ ἀν. Συνών. γριὰ 13. 3) Καρπὸς ἐρεβίνθου, ἀτελῶς ὡριμάσαντος Εὔβ. (Ἱστ. Ὄρ. Στρόπον): Ἀψώμουτα φέτου τὰ ρεβίθιˬα, κἄτ᾿ γρίτσις εἶ᾿ Στρόπον. 4) Καρπὸς φασιόλου ἀτελῶς βεβρασμένος Στερελλ. (Καλοσκοπ. Τριχων.) : Δὲ γί᾿κανι γρίτσις ἀκόμα τὰ φασούλιˬα π᾿ βράεις νὰ βγά᾿ς νὰ φᾶμι; Τριχων. Συνών. γριὰ 10. β) Εἶδος φαγητοῦ ἐκ βεβρασμένων φασιόλων ἢ ἄλλων ὀσπρίων Εὔβ. (Αἰδηψ. Κάρυστ. Ψαχν.) Στερελλ. (Αἰτωλ.): Πῶς θέλετε τὰ φασόλιˬα, γιˬαχνὶ ἢ γρίτσες; Κάρυστ. Ἔφαγα κουκκιὰ γρίτσες αὐτόθ. Βάλε νὰ βράσῃς δυˬὸ γρίτσες (δηλ. ὀλίγα κουκκιὰ) Αἰδηψ. 5) Μικρὸς ποτάμιος ἰχθύς Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Συνών. γριὰ 16. β) Πηλίνη χύτρα, ἔχουσα δύο ἐπὶ τῆς αὐτῆς πλευρᾶς πλησίον ἀλλήλων λαβάς, τιθεμένη πρὸς παρασκευὴν φαγητοῦ οὐχὶ ἐπὶ τρίποδος, ἀλλὰ πλησίον τῶν καιομένων ξύλων Εὔβ. (Αἰδηψ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA