βλάγκος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βλάγκος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

βλάγκος ἐπίθ. Ἤπ. Πελοπν. (Αἴγ. 'Αργ. ᾿Αρκαδ. Βούρβουρ. Βυτίν Καλάβρυτ. Λάστ. Μεγαλόπ. Μεσσ. Οἰν. Πάτρ Τρίπ. Τριφυλ. Χατζ.) -ΑΚαρκαβίτσ. Λόγ. πλώρ. 254 -Λεξ. Βλαστ. 346 καὶ 347 βλάγκους Θεσσ. Θηλ. φλάγκα Τῆλ. Οὐδ. βλαγκὸ Στερελλ. (Λεπεν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Βενετ. blanco. ᾿Ιδ. GMeyer Neugr.Stud. 4,19.

Σημασιολογία

1) Λευκόθριξ. ἐπὶ αἰγὸς Τῆλ. -Λεξ. Βλαστ.: Αἶγα φλάγκα Τῆλ. 2) Ὁ ἔχων ἀνοικτὸν ἐρυθρὸν τρίχωμα, ξανθότριχος Ἤπ. Θεσσ. Πελοπν. (Αἴγ. Ἄργ. ᾿Αρκαδ. Βούρβουρ. Βυτίν. Καλὰβρυτ. Λὰστ. Μεγαλόπ. Μεσσ. Οἰν. Πάτρ Τρίπ. Τριφυλ. Χατζ.) Στερελλ. (Λεπεν.) -ΑΚαρκαβίτσ. ἔνθ’ ἀν.: Ἄλογο βλάγκο Καλάβρυτ. Φοράδα βλάγκα αὐτόθ. Φρύδιˬα καὶ μουστάκιˬα βλάγκα ΑΚαρκαβίτσ. ἔνθ’ ἀν. || Παροιμ. Χίλιˬοι βλάγκοι χίλιˬα ἄσπρα, ἕνας βλάγκος χίλιˬα ἄσπρα (δυσχερὲς νὰ εὑρεθῇ ξανθὸς ἵππος καλός, ἀλλ' ὅταν εὑρεθῇ, εἶναι ἀνεκτιμήτου ἀξίας) Βυτίν. Ἤπ. Λάστ || Γνωμ. Βλάγκο ἄλογο, ρούσσα γυναῖκα καὶ φλώριˬο γίδι νὰ μὴν πάρῃς Βυτίν. Λαστ. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. ’Σ τοῦ Βλάγκου τοπων. Πελοπ. (᾿Αρκαδ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/